42% των θανάτων στην Ελλάδα οφείλονται σε κακές συμπεριφορικές συνήθειες

02-12-2019

Ποσοστό 42 % όλων των θανάτων στην Ελλάδα μπορούν να αποδοθούν σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου (έναντι 39 % στην ΕΕ), συμπεριλαμβανομένων του καπνίσματος, των διατροφικών κινδύνων, της κατανάλωσης αλκοόλ και της χαμηλής σωματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Υγεία στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το ένα πέμπτο του συνόλου των θανάτων το 2017 οφείλονταν στο κάπνισμα (συμπεριλαμβανομένου τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού καπνίσματος). Οι διατροφικοί κίνδυνοι (μεταξύ άλλων, η χαμηλή πρόσληψη προϊόντων ολικής άλεσης, φρούτων και λαχανικών και η υψηλή κατανάλωση αλατιού) σε συνδυασμό με τη χαμηλή σωματική δραστηριότητα ευθύνονται για περίπου 21 % των θανάτων, ενώ περίπου 4 % μπορεί να αποδοθεί στην κατανάλωση αλκοόλ.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες καπνίζουν περισσότερο από τους πληθυσμούς των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ. Παρότι το ποσοστό των Ελλήνων ενηλίκων που καπνίζουν καθημερινά έχει μειωθεί από το 2000, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις (27 %) ανέφεραν ότι κάπνιζαν κάθε μέρα το 2014, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ μετά τη Βουλγαρία. Όπως και σε πολλές άλλες χώρες, οι Έλληνες είναι πολύ πιθανότερο να καπνίζουν σε σύγκριση με τις Ελληνίδες (34 % έναντι 21 %). Παρότι το κάπνισμα απαγορεύεται στους εσωτερικούς δημόσιους χώρους και η νομοθεσία απαιτεί από τα εστιατόρια να έχουν καθορισμένους χώρους καπνίσματος, η επιβολή των πολιτικών ελέγχου του καπνίσματος είναι εμφανώς πλημμελής. Θετικό στοιχείο είναι ότι, όσον αφορά τους εφήβους, κατά προσέγγιση μόνο ένας στους πέντε εφήβους 15–16 ετών στην Ελλάδα ανέφερε το 2015 ότι είχε καπνίσει τον προηγούμενο μήνα, ποσοστό που έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία και είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με πολλές χώρες της ΕΕ.

Την ίδια στιγμή, τα υψηλά επίπεδα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας, ιδίως στα παιδιά, αποτελούν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Σχεδόν ένας στους τέσσερις 15χρονους ήταν υπέρβαρος ή παχύσαρκος στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2013–2014, ποσοστό υψηλότερο από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ με εξαίρεση τη Μάλτα, και σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με την περίοδο 2001–2002. Τα αγόρια είναι πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σύγκριση με τα κορίτσια. Περισσότεροι από ένας στους έξι ενηλίκους ήταν παχύσαρκοι στην Ελλάδα το 2014. Το ποσοστό παχυσαρκίας των ενηλίκων, που ανέρχεται στο 17 %, είναι υψηλότερο από πολλές άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία (11 %) και η Κύπρος (14 %). Αυτά τα υψηλά ποσοστά τόσο στα παιδιά όσο και στους ενηλίκους οφείλονται εν μέρει στην κακή διατροφή και στη χαμηλή σωματική δραστηριότητα. Μόνον οι μισοί από τους ενηλίκους αναφέρουν ότι τρώνε φρούτα και 60 % τρώνε λαχανικά σε καθημερινή βάση, ποσοστό χαμηλότερο από πολλές χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, μόνο ένας στους εννέα 15χρονους ανέφερε ότι έκανε τουλάχιστον κάποια ήπια σωματική δραστηριότητα σε καθημερινή βάση κατά την περίοδο 2013–2014. Η αναλογία αυτή ήταν από τις χαμηλότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Μια πιο θετική διαπίστωση είναι ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των ενηλίκων ανέφεραν ότι έκαναν τουλάχιστον κάποια ήπια σωματική δραστηριότητα κάθε εβδομάδα το 2014.

Τα ποσοστά ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης αλκοόλ είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σε αντίθεση με την υψηλή κατανάλωση καπνού, μόνο ένας στους δέκα Έλληνες ενηλίκους αναφέρει ότι επιδίδεται σε ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ, που είναι από τα χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Οι άνδρες αναφέρουν ότι επιδίδονται σε ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ συχνότερα από τις γυναίκες (16 % για τους άνδρες και 5 % για τις γυναίκες). Όπως και σε ορισμένες άλλες χώρες, η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ στους νέους ηλικίας 15–16 ετών έχει αυξηθεί στην Ελλάδα από το 1999, ιδίως στα κορίτσια. Όσον αφορά τα κορίτσια, το ποσοστό αυξήθηκε από 24 % το 1999 σε 34 % το 2015, ενώ για τα αγόρια αυξήθηκε από 41 % σε 43 %. Οι τάσεις αυτές προκαλούν ανησυχία, λαμβανομένου υπόψη του αυξημένου κινδύνου ατυχημάτων και τραυματισμών που συνδέονται με την υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ.

Σημειώνεται ότι ως ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ ορίζεται η κατανάλωση έξι ή περισσότερων οινοπνευματωδών ποτών σε μία περίσταση για τους ενηλίκους, και πέντε ή περισσότερων οινοπνευματωδών ποτών για τα παιδιά.

Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, ιδίως το εισόδημα, ασκούν σημαντική επίδραση στις ανισότητες όσον αφορά την υγεία

Πολλοί συμπεριφορικοί παράγοντες κινδύνου στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένοι στα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου ή εισοδήματος. Το 2014 το 32 % των Ελλήνων ανδρών στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος κάπνιζε καθημερινά (το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 24 % σε ολόκληρη την ΕΕ), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους Έλληνες με τα υψηλότερα εισοδήματα ήταν 25 % (16 % στην ΕΕ). Ομοίως, ένας στους πέντε ενηλίκους που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι παχύσαρκος έναντι ενός στους επτά ενηλίκους που είχαν ολοκληρώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτός ο υψηλότερος επιπολασμός παραγόντων κινδύνου στις κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες συντελεί στις ανισότητες όσον αφορά την υγεία και το προσδόκιμο ζωής.