Σκύρος 1918: Η γρίπη που ξεκλήρισε το νησί

24-03-2020

Όταν η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με την φονική Ισπανική γρίπη

 

Έναν αιώνα πριν, το 1918, η εξάπλωση της Ισπανικής γρίπης αφαίρεσε τη ζωή 21.640.000 ανθρώπων ή, κατ’ άλλους υπολογισμούς, 50 έως 100.000.000 ανθρώπων. Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο βάρος της πανδημίας χτύπησε τη Σκύρο, αφανίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Ίσως η κατάσταση θυμίζει τη σημερινή πανδημία COVID-19, όμως το προηγμένο υγειονομικό σύστημα, εμπνέει αισιοδοξία.

Το νησί της Σκύρου ήταν από τις περιοχές της Ελλάδας που η Ισπανική γρίπη χτύπησε με την μεγαλύτερη σφοδρότητα. Σε συνδυασμό με την ελονοσία κάνει τα περισσότερα κρούσματα θανατηφόρα. Από τους 3.200 κατοίκους του νησιού στα τέλη Οκτωβρίου οι 3.000 νοσούν.

«Μια ‘κοιλάδα κλαυθμώνος’ η Σκύρος, όπου βασίλευε ο φόβος, η απόγνωση, η τρέλλα, ο θάνατος. Μια κραυγή απελπισίας ξεχύνεται απ’ τα κλειστά σπίτια, τα κλειστά παράθυρα, τα στενά δρομάκια κι ο αντίλαλός της φτάνει ως τα σήμερα δυνατός κι υπόκωφος», όπως γλαφυρά περιγράφει ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς στη «Γρίπη στην Σκύρο», ένα σπάνιο για την Ελλάδα χρονικό της νόσου.

Κωνσταντίνος Φαλτάιτς

Το καλοκαίρι του 1918 γίνονται οι πρώτες αναφορές στον Ελληνικό Τύπο για την Ισπανική Γρίπη.  Γράφει η εφημερίδα «Ώρα» στις 14 Ιουνίου: «Εάν ακούση κανείς τους συμπολίτες, θα υποθέσει ότι η περίφημος Ισπανική επιδημία ενέσκηψε και εις το Ιοστέφανον Αστυ. Ο κάθε συμπολίτης μόλις αισθανθή υγραινομένους τους ρώθωνάς του από ελαφρόν συνάχι ή του πονέση λίγο το κεφάλι, κολακεύεται να πιστεύει ότι απέκτησε την αξιοπερίεργον αυτή επιδημίαν… Επέπρωτο εν τούτοις εις την αλλοπρόσαλλον εποχή μας να ίδωμεν και αυτό. Επιδημίας της μόδας».

Η «Ακρόπολις» με τη σειρά της αναφέρει: «Από την Ισπανία περιμένουμε να μας έρθει μια άλλη γρίππη πιο σοβαρή από εκείνη που ξέρουμε, η γρίππη που μαστίζει τώρα τον Ισπανικό στρατό. Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί τρίβουν τα χέρια τους. Αλλά και οι χασάπηδες και οι μανάβηδες κτλ.».

Στις 31 Ιουλίου αναφέρεται θανατηφόρο κρούσμα της στην Αθήνα. Το δεύτερο κύμα της γρίπης, αυτό που ξεκίνησε τον Αύγουστο και κορυφώθηκε τον Οκτώβριο, τον μήνα με τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως, είναι αυτό που θα χτυπήσει σοβαρά και τη χώρα μας.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου ξεσπά η συμφορά στη Σκύρο. Μέσα σε μερικές ημέρες το βασικό πρόβλημα είναι το κουβάλημα των νεκρών. Παιδιά μεταφέρονται μέσα σε σκάφες και κοφίνια, κόρες και παλικάρια πάνω σε σκάλες και πόρτες. Το νεκροταφείο γεμίζει, οι εκκλησίες το ίδιο. Δεν έχουν φάρμακα, δεν έχουν τρόφιμα. Ο μήνας που κράτησε η αρρώστια στο νησί κατάφερε και άλλαξε άρδην τις κοινωνικές ισορροπίες. Περιουσίες χάθηκαν, κληρονομιές κερδήθηκαν, σπίτια και ζωές αφανίστηκαν.

Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς καταγράφει τα γεγονότα: «Κανείς δεν βρίσκει τη γαλήνη αν δεν πληρώσει στο ακέραιο τον φόρο στην κόλαση. Κι η Σκύρος στα 1918 πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος, φόρο ζωής για να ξαναρχίσει ο νόμος της αιώνιας ισορροπίας το διαρκές έργο του».

Η εξιστόρηση του Φαλτάιτς ξεκινά με τον ερχομό δέκα φαντάρων στο νησί. Η ατμόσφαιρα, όπως περιγράφεται, είναι ήδη βαριά. Μια ατμόσφαιρα θανάτου. Μέσα από τις πρώτες γραμμές του χρονικού η φρίκη και η απόγνωση γίνονται αντιληπτές. Ο συγγραφέας ακολουθεί τους στρατιώτες που ψάχνουν τους δικούς τους στο νησί:

«Ζωντανοί και πεθαμένοι, μέσα στο ονειροβύθισμά τους αγωνιζότανε και παλεύανε ν’ ανοίξουνε το λάκκο τους, κι αδέρφια, παιδιά και γονιοί στο ξύπνημα, χαροπαλεύανε κι αγκαλιαζότανε και τραβούσανε, τραβούσανε στη ζωή του σκοταδιού και της ανυπαρξίας».

Η αρρώστια, η ισπανική γρίπη, πέφτει σαν τη νύχτα και σκεπάζει κάθε ίχνος ζωής στο νησί. Φρίκη, πανικός, φόβος, τρέλα, θάνατος. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς περιγράφει αυτό τον φόβο της αρρώστιας ως εξής:

«Ο φόβος, ένας φόβος κακός, κρύος, ύπουλος, ζωντανός, άρχισε να κυριαρχεί παντού, φόβος προσωποποιημένος με την ιδέα της αρρώστιας, μιας αρρώστιας ζωντανής κι αυτής, κακιάς, παγερής, αμείλικτης, ματωμένης».

Ξεκινώντας από την περιγραφή της αρρώστιας και του φόβου, του πανικού που κάνει τους ανθρώπους να λειτουργούν σπασμωδικά και εγωιστικά, περνά στη φάση της τρέλας και της αλλόκοτης συμπεριφοράς που μετατρέπει τα πάντα σε χάος. Η επιδημία που απλώνεται σαν κύμα παντού σκορπώντας το θάνατο οδηγεί τους κατοίκους στην απελπισία. Το δεύτερο σύμπτωμα της πανδημίας είναι η τρέλα:

«Και η τρέλλα, η κόκκινη τρέλλα, γυάλιζε πάλι σ’ όλων τα μάτια. Γέροι και άρρωστοι φεύγανε από τα σπίτια τους γυμνοί, μισόντυτοι, κουρελιασμένοι, πηδούσανε από τα παράθυρα κι από τα λιακωτά, και τρέχανε στους δρόμους, στις ρεματιές, στις εκκλησιές, και πέφτανε και σηκωνότανε και μένανε κάτω χωρίς πια να σηκωθούνε. Άλλες φορές περνούσανε αμίλητοι ο ένας μπροστά στον άλλο, μελλοθάνατοι, νεκροί σχεδόν.

Πηγαίνανε παραλογισμένοι στα μάτια και στην όψη, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον, χωρίς να βλέπουνε, χωρίς νάχουνε συνείδηση, χωρίς να αισθάνονται, χωρίς να ακούνε».

Τα πρώτα αισιόδοξα τηλεγραφήματα άρχισαν να καταφθάνουν στις αρχές Νοεμβρίου. Στις 15 Νοεμβρίου η γρίπη δεν έχει κανένα κρούσμα στην Πάτρα, την Κέρκυρα, έχει στασιμότητα σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ βρίσκεται ακόμη σε ένταση σε Ανατολική Μακεδονία, Ζάκυνθο, Ηπειρο, Νάξο, Αρτα και τη Σκύρο, χωρίς όμως να μετρά τόσα θύματα.

Ο Τύπος της εποχής κατέγραψε την ύφεση του ιού με τον τίτλο:  «Η γρίπη ξεψυχά».

Ευελπιστούμε πως σύντομα θα διαβάσουμε παρόμοιους τίτλους και στον σημερινό Τύπο.