Τάκης Παναγιωτόπουλος: Δεν έκαναν μόνον πολλά τεστ η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη…

30-03-2020

Του Βασίλη Βενιζέλου

 

Οριστική και τελεσίδικη όσο και αρκούντως ορθολογική απάντηση στους ισχυρισμούς ορισμένων κύκλων, σύμφωνα τους οποίους η Ελλάδα δεν διενεργεί αρκετά τεστ διάγνωσης για τον νέο κοροναϊό SARS – COV 2, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη, καθώς και ότι τα πολλά τεστ είναι δήθεν η αιτία για το γεγονός ότι οι δύο χώρες αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την επιδημία, έδωσε την Κυριακή 29 Μαρτίου ο σύμβουλος του Εθνικού Οργανισμού Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ) και κορυφαίος επιδημιολόγος της χώρα μας, Τάκης Παναγιωτόπουλος, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την Αντιμετώπιση Κρίσεων Δημοσίας Υγείας.

Συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Εποχή”, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος αναφέρει τα εξής σχετικά:

”        – Στην Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα που έχουμε πολύ λίγα κρούσματα και ελάχιστους θανάτους              εφαρμόστηκε και το μέτρο της εκτεταμένης ανίχνευσης, έγιναν δηλαδή ευρέως δειγματοληπτικά τεστ…

Τ.Π.: Αυτό ισχύει μόνο εν μέρει. Πάρθηκαν και πολλά άλλα μέτρα. Δεν πρέπει να απομονώνουμε ένα μέτρο μεταξύ πολλών. Λάβετε υπόψη ότι αυτές οι χώρες είχαν πληγεί ιδιαίτερα το 2003 με τον SARS. Η εμπειρία τους για την αντιμετώπιση τέτοιων επιδημιών είναι μεγάλη, ενώ παράλληλα δημιούργησαν σημαντικές υποδομές. Άρα είναι ένα σύνολο πραγμάτων, και όχι μονοσήμαντα τα τεστ.

  • Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) επιμένει στις ανακοινώσεις του πως λύση για την πανδημία είναι η συνεχής εξέταση. Στην Ελλάδα, καταγγέλλεται, πως δεν γίνονται πολλά τεστ και ότι μάλιστα αποφεύγονται…
  • Τ.Π.: Προφανώς πρέπει να γίνονται πολλά τεστ, αλλά με καθορισμένα κριτήρια και με οργανωμένο τρόπο. Ωστόσο, υπάρχει διεθνώς μεγάλη έλλειψη από αξιόπιστα τεστ, ενώ νέα τεστ που εμφανίζονται στη διεθνή αγορά δεν έχουν πάντα τεκμηριωμένη αξιοπιστία. Η συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα είναι συχνά εκτός θέματος γιατί είναι σαν να αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα. Είναι αδήριτη ανάγκη να τίθενται προτεραιότητες όταν τα διαθέσιμα τεστ δεν είναι απεριόριστα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι σοβαρά άρρωστοι και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό με συμπτώματα θα μπορούν να ελέγχονται για να αποτραπεί κατά το δυνατόν η μετάδοση του ιού στα νοσοκομεία μας.
    Από την άλλη, θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε τα τεστ που κυκλοφορούν να είναι αξιόπιστα και οι ενδείξεις ελέγχου ξεκάθαρες, για να μην φτάσουμε στην εκμετάλλευση της αγωνίας των ανθρώπων και την υπερκατανάλωση τεστ –που είναι μια μεγάλη και χρόνια πληγή στην Ελλάδα–, όπως έγινε με τη γρίπη Η1Ν1 το 2009″.