ΠΙΣ: Ανέτοιμη η Πρωτοβάθμια Φροντίδα να αντιμετωπίσει την πανδημία

23-09-2020

Ανέτοιμη είναι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) σε όλη τη χώρα για να αντιμετωπίσει το νέο κύμα της επιδημίας, σύμφωνα με τους γιατρούς του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ)

Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ), επισημαίνει ότι παρά τις δεσμεύσεις της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας εδώ και μήνες, ότι το σύστημα θα προετοιμασθεί κατάλληλα, μέχρι στιγμής “ουδεμία ενέργεια έχει γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση”.

Την ώρα μάλιστα που ο κίνδυνος για πολλαπλασιασμό των περιστατικών covid-19 αυξάνεται καθημερινά, δεκάδες Κέντρα Υγείας σε όλη την επικράτεια παραμένουν χωρίς εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές, τονίζουν σε ανακοίνωσή τους οι γιατροί του ΠΙΣ.

Χαρακτηριστικό είναι, όπως λένε, ότι από τα περίπου 310 Κέντρα Υγείας που υπάρχουν σε όλη τη χώρα, ελάχιστα διαθέτουν το απαιτούμενο προσωπικό για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού, χωρίς να υπολογισθούν τα κρούσματα της επιδημίας ή τα ύποπτα περιστατικά.

Χωρίς μέσα ατομικής προστασίας πολλά Κέντρα Υγείας

Ενδεικτικό είναι ότι την ώρα που η κυβέρνηση στις αρχές Αυγούστου εφάρμοζε mini lockdown στον Πόρο, το Κέντρο Υγείας Γαλατά που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το νησί, δεν διέθετε ούτε καν μέσα ατομικής προστασίας για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.

Σε έγγραφο της διοίκησης του Κέντρου Υγείας προς τον διοικητή της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειες (ΥΠΕ), αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι γιατροί και οι νοσηλευτές δεν έχουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας για τον κορονοϊό και συγκεκριμένα μάσκες υψηλής προστασίας, ολόσωμες αδιάβροχες στολές και ποδονάρια που καλύπτουν όλο το πόδι.

“Ως εκ τούτου δεν είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε στις υγειονομικές ανάγκες του τόπου ειδικά στην παρούσα επικίνδυνη κατάσταση, λόγω Covid-19”, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι γιατροί του κέντρου Υγείας.

ΠΙΣ: “Παραγνωρισμένος ο ρόλος των γιατρών της Πρωτοβάθμιας”

Οι γιατροί του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου συμπληρώνουν επίσης, ότι ενώ χιλιάδες ιδιώτες γιατροί συνέδραμαν καθοριστικά στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας, τα συνολικά 25.470 ιδιωτικά ιατρεία σε όλη τη χώρα, “έχουν παραγκωνιστεί πλήρως από την Πολιτεία η οποία ξεχνά την συμβολή τους στα ύποπτα περιστατικά του κορωνοϊού. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ παρείχαν ιατρικές υπηρεσίες σε όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης ακόμη και τηλεφωνικά στους ασθενείς με ύποπτα συμπτώματα, το αρμόδιο υπουργείο Υγείας ουδέποτε προχώρησε στην αποζημίωση των υπηρεσιών αυτών, παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις του προς τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο”.

Την ίδια στιγμή, αναφέρουν τα μέλη του ΠΙΣ, οι οικογενειακοί ιατροί, βρίσκονται σε άτυπη στάση πληρωμών από τον ΕΟΠΥΥ, καθώς έχει κλειδώσει η ηλεκτρονική πλατφόρμα υποβολής των δαπανών τους, ενώ ο εργαστηριακός τομέας στενάζει υπό το βάρος των δυσβάσταχτων και άδικων εκπτώσεων rebate και clawback, με περικοπές που αγγίζουν συνολικά το 40% των απαιτήσεων αποζημίωσης.

Από την άλλη και οι 800 νέες συμβάσεις με συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ που θα μπορούσαν να συμβάλουν με τις Πρωτοβάθμιες υπηρεσίες τους στην αντιμετώπιση του νέου κύματος του κορωνοϊού, “έχουν γραφεί στις …ελληνικές καλένδες, αφού βρίσκονται σε διαρκή αναβολή”, προσθέτουν οι γιατροί της Πρωτοβάθμιας.

ΠΙΣ: Ζητά από το Υπουργείο Υγείας να προχωρήσει τις συλλογικές συμβάσεις των 800 γιατρών με τον ΕΟΠΥΥ

Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος ζητά από το υπουργείο Υγείας έστω και τώρα, “την ύστατη στιγμή πριν η επιδημία του covid-19 φέρει κι άλλες δραματικές συνέπειες στους συμπολίτες μας”, να προχωρήσει στην άμεση οργάνωση των υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αλλά και στην υλοποίηση των συλλογικών συμβάσεων των 800 ιατρών με τον ΕΟΠΥΥ.

Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος προειδοποιεί ότι εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, οι πολίτες τις επόμενες εβδομάδες, οπότε και αναμένεται να υπάρχει συννοσηρότητα με τη γρίπη, “θα έχουν ως μοναδικό σημείο εξυπηρέτησης για ιατρικές υπηρεσίες τα δημόσια νοσοκομεία. Γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε συνωστισμό και ταλαιπωρία των ασθενών, ενώ θα αυξήσει κατακόρυφα και τον κίνδυνο για περαιτέρω διασπορά του κορωνοϊού”.