ΑΛΜΠΡΕΧΤ ΚΟΣΕΛ

Albrecht Kossel
03-07-2021

Ο Άλμπρεχτ Κόσελ (16 Σεπτεμβρίου 1853 – 5 Ιουλίου 1927) ήταν Γερμανός βιοχημικός και πρωτοπόρος στη μελέτη της γενετικής. Κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής του 1910 για τη συνεισφορά του στον προσδιορισμό της χημικής συστάσεως των νουκλεϊκών οξέων (DNA και RNA). Συγκεκριμένα ο Κόσελ απεμόνωσε και περιέγραψε για πρώτη φορά τις 5 νουκλεοβάσεις των οξέων αυτών: την αδενίνη, την κυτοσίνη, τη γουανίνη, τη θυμίνη και την ουρακίλη. Αυτές οι συνιστώσες ουσίες αποδείχθηκε αργότερα ότι αποτελούν κλειδί στον σχηματισμό του γενετικού υλικού που βρίσκεται σε όλα τα ζωντανά κύτταρα πάνω στη Γη.

Ο Κόσελ συνεργάσθηκε με άλλους σημαντικούς ερευνητές στο πεδίο της βιοχημείας, επί των οποίων άσκησε σημαντική επίδραση, όπως ήταν οι Χένρυ Ντρύσντεϊλ Ντέικιν, Φρήντριχ Μήσερ και ο καθηγητής και μέντοράς του Φέλιξ Χόπε-Ζέυλερ. Ο Κόσελ διεξήγαγε επίσης σημαντικές έρευνες πάνω στη σύσταση των πρωτεϊνών και προέβλεψε την ανακάλυψη της πολυπεπτιδικής φύσεως των μορίων τους.
Ο Μάρτιν Άλμπρεχτ Κόσελ γεννήθηκε στο Ρόστοκ και ήταν γιος του εμπόρου και προξένου Άλμπρεχτ Καρλ Λούντβιχ Ενώχ Κόσελ, και της συζύγου του Κλάρα Γέπε Κόσελ. Ο μικρός τελείωσε το γυμνάσιο στο Ρόστοκ, δείχνοντας σημαντικό ενδιαφέρον για τη χημεία και τη βοτανική.

Το 1872 πήγε να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Εκεί είχε καθηγητή τον βιοχημικό Φέλιξ Χόπε-Ζέυλερ (πρόεδρο του μόνου τότε Τμήματος Βιοχημείας σε όλη τη Γερμανία), καθώς και τους Αντόν ντε Μπαρύ, Βάλντεγιερ, Κουντ και φον Μπάιερ. Ο Κόσελ ολοκληρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ρόστοκ και πέρασε τις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως της ιατρικής στη Γερμανία το 1877.

Στη συνέχεια ο Κόσελ επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου ως βοηθός ερευνητής του Φέλιξ Χόπε Ζέυλερ. Εκείνη την περίοδο ο Χόπε-Ζέυλερ ενδιαφερόταν εντόνως για μια όξινη χημική ένωση που είχε απομονωθεί για πρώτη φορά από κύτταρα σε πύον από έναν εκ των πρώην φοιτητών του, τον Φρήντριχ Μήσερ, το 1869. Αντίθετα από τις πρωτεΐνες, αυτή η ένωση περιείχε μεγάλη ποσότητα φωσφόρου, αλλά με τη μεγάλη της οξύτητα δεν έμοιαζε με καμιά κυτταρική ουσία γνωστή ως τότε.

Ο Κόσελ απέδειξε ότι η ουσία αυτή αποτελείτο από μια πρωτεϊνική και από μία μη-πρωτεϊνική συνιστώσα. Περαιτέρω, απεμόνωσε και περιέγραψε τη μη-πρωτεϊνική συνιστώσα. Αυτή η ουσία είναι τα γνωστά σήμερα ως νουκλεϊκά οξέα, που περιέχουν τις γενετικές πληροφορίες κάθε ζωντανού κυττάρου.

Το 1883 ο Κόσελ άφησε το Στρασβούργο, καθώς έγινε διευθυντής του Τομέως Χημείας του Ινστιτούτου Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, διαδεχόμενος τον Όυγκεν Μπάουμαν.

Ο Κόσελ συνέχισε τις προηγούμενες έρευνές του επί των νουκλεϊκών οξέων. Από το 1885 μέχρι το 1901, απεμόνωσε και ονόμασε τις 5 συνιστώσες «βάσεις» τους: την αδενίνη, την κυτοσίνη, τη γουανίνη, τη θυμίνη και την ουρακίλη. Αυτές είναι σήμερα γνωστές ως νουκλεοβάσεις και είναι υπεύθυνες για τη μοριακή δομή που είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό σταθερών μορίων DNA και RNA.

Το 1895 ο Κόσελ έγινε καθηγητής της Φυσιολογίας, και διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Την ίδια περίπου εποχή άρχισε να διερευνά τη χημική σύσταση των πρωτεϊνών, τις αλλοιώσεις τους κατά τον μετασχηματισμό τους σε πεπτόνες, τις πεπτιδικές συνιστώσες των κυττάρων και άλλα σχετικά θέματα.

Το 1896 ο Κόσελ ανεκάλυψε την ιστιδίνη και μετά εκπόνησε την κλασική μέθοδο για τον ποσοτικό διαχωρισμό των «βάσεων εξόνης» (δηλαδή των α-αμινοξέων αργινίνης, ιστιδίνης και λυσίνη). Επίσης υπήρξε ο πρώτος που απομόνωσε τη θεοφυλλίνης, μιας θεραπευτικής ουσίας που βρίσκεται στη φύση στους σπόρους του τσαγιού και του κακάο.

Το 1901 ο Κόσελ μετακλήθηκε σε μια αντίστοιχη θέση στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου έγινε διευθυντής του «Ινστιτούτου Διερευνήσεως των Πρωτεϊνών». Οι έρευνές του προέβλεψαν την ανακάλυψη της πολυπεπτιδικής φύσεως των πρωτεϊνικών μορίων.

«Οι διαδικασίες της ζωής είναι σαν ένα θεατρικό έργο, και μελετώ τους ηθοποιούς του, όχι την υπόθεσή του. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί και οι χαρακτήρες τους είναι εκείνο που δημιουργεί αυτό το έργο. Αναζητώ να κατανοήσω τις συνήθειές τους, τις ιδιομορφίες τους.»

Κατά τα τελευταία έτη του βίου του, ο Κόσελ πραγματοποίησε σημαντικές έρευνες με θέμα τη σύσταση των πρωταμινών και των ιστονών, ενώ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το φλαβιανικό οξύ για τον ποσοτικό διαχωρισμό της αργινίνης, της ιστιδίνης και της λυσίνης των πρωτεϊνών. Μια μονογραφία που περιέγραφε το έργο του εκδόθηκε λίγο μετά τον θάνατό του.