Αντιικά, Κορτιζόνη, Ηπαρίνη: H επάρκεια τους σύμμαχος της ιατρικής κοινότητας στη μάχη κατά της COVID-19

Φάρμακα
16-12-2020

Aν και το πολυπόθητο εμβόλιο βρίσκεται προ των πυλών, ωστόσο η αύξηση των κρουσμάτων και των νοσηλευόμενων απασχολεί τους γιατρούς που βρίσκονται στη πρώτη γραμμή.

Το θέμα των φαρμάκων και κυρίως η επάρκεια τους για την αντιμετώπιση του Sars-Cov-2 αποτελεί σημαντικό εφόδιο της ιατρικής κοινότητας στην αντιμετώπιση του. Στη φαρέτρα τους έχουν τρεις κατηγορίες φαρμάκων για την θεραπεία ασθενών με COVID-19: Tα αντιικά φάρμακα, ένα από τα πιο γνωστά είναι η ρεμντεσιβίρη που ήταν το πρώτο φάρμακο που πήρε έγκριση για την αντιμετώπιση της Covid-19. Tην  δεξαμεθαζόνη (κορτιζόνη) ένα φάρμακο της δεκαετίας του ‘60, που φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο θανάτου κατά το ένα τρίτο σε ασθενείς που νοσούν βαριά και είναι διασωληνωμένοι. Σημαντική θέση έχει επίσης η αντιθρομβωτική αγωγή και κυρίως οι ηπαρίνες μικρού μοριακού βάρους που είναι η πρώτης γραμμής θεραπεία στους ασθενείς που νοσηλεύονται με COVID-19 καθώς επίσης και στους ασθενείς με που λαμβάνουν ιατρική φροντίδα στο σπίτι ή σε εξωνοσοκομειακές δομές.

Στους τελευταίους, και σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα νέα αντιπηκτικά φάρμακα που είναι δραστικά μετά από χορήγηση από το στόμα.

Η αντιθρομβωτική αγωγή με ηπαρίνη μικρού μοριακού βάρους κατέχει κεντρική θέση στην θεραπεία του COVID-19 επειδή ο κορωνοϊός, πέρα από φλεγμονή, και την μεγάλη ανοσολογική διαταραχή, μέσω μιας “καταιγίδας” κυτοκινών, προκαλεί ενεργοποίηση της πήξης του αίματος και των ενδοθηλιακών κυττάρων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό θρόμβων τόσο σε μεγάλα φλεβικά αγγεία του πνεύμονα ή των κάτω άκρων (που εκδηλώνεται ως πνευμονική εμβολή ή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση) όσο και στο επίπεδο της μικροκυκλοφορίας του πνεύμονα – κατάσταση που ονομάζεται διάχυτη ενδοπνευμονική θρόμβωση. Η υπερπηκτικότητα του αίματος είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου επιδείνωσης της νόσου και σχετίζεται άμεσα με την θνητότητα.

Αναφορικά με την επάρκεια των αντιικών φαρμάκων, ειδικά της ρεμντεσιβίρης, η προμήθειά της γίνεται μέσω ευρωπαϊκού μηχανισμού σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και υπάρχουν συγκεκριμένες ποσότητες που διατίθενται στην Ελλάδα. Για τη δεξαμεθαζόνη, δεν φαίνεται επίσης ότι να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην επάρκεια. Για τις ηπαρίνες μικρού μοριακού βάρους ίσως υπάρχει κάποιο θέμα, λόγω και της αφρικανικής πανώλης των χοίρων. Φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν σκευάσματα ηπαρίνης, ανέφεραν ήδη από τον περασμένο χρόνο – προ COVID-19 δηλαδή – το ενδεχόμενο μελλοντικής αδυναμίας να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί, εκτιμάται ότι για να επανέλθει η παραγωγή στην πρότερη κατάσταση θα περάσουν 3 με 4 χρόνια οπότε πρέπει να υπάρχει αυξημένη εγρήγορση, καθώς λόγω και του COVID-19 υπάρχει αύξηση της ζήτησης ηπαρίνης και το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.