Ο Έμιλ Άντολφ φον Μπέρινγκ (15 Μαρτίου 1854 – 31 Μαρτίου 1917) ήταν Γερμανός γιατρός και ο πρώτος άνθρωπος που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1901, για την έρευνα στην οροθεραπεία και την χρήση της στη θεραπείας της διφθερίτιδας.
Ο Μπέρινγκ ανακάλυψε το 1890 την αντιτοξίνη της διφθερίτιδας και απέκτησε φήμη με αυτό τον τρόπο και με τη συμβολή του στη μελέτη της ανοσίας. Κέρδισε το πρώτο Νόμπελ Ιατρικής το 1901 για την ανάπτυξη θεραπειών ορού κατά της διφθερίτιδας (στην οποία συνεισφέραν και ο Κιτασάτο Σιμπασαμπούρο και ο Εμίλ Ρου) και του τετάνου. Η πρώτη ήταν μάστιγα του πληθυσμού, ιδιαίτερα των παιδιών, ενώ η άλλη ήταν η κύρια αιτία θανάτου σε πολέμους, σκοτώνοντας τους τραυματισμένους.
Στο Διεθνές Συνέδριο της φυματίωσης το 1905 ανακοίνωσε ότι είχε ανακαλύψει «μια ουσία που προερχόταν από τον ιό της φυματίωσης». Αυτή η ουσία, την οποία ονόμασε “TC” , παίζει σημαντικό ρόλο στην δράση της ανοσοποίησης έναντι της φυματίωσης στα βοοειδή. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να λάβει ένα προστατευτικό και θεραπευτικό παράγοντα για τον άνθρωπο.
Ο Μπέριγνκ απέδειξε ότι η έγχυση των τοξινών ήταν σε θέση να μεταδοθεί σε άλλο ζώο με ενέσεις ορού αίματος ενός θεραπευμένου ζώου και να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την θεραπεία.
Ο Μπέρινγκ πέθανε στο Μάρμπουργκ στις 31 Μαρτίου 1917. Το μετάλλιο του βραβείου Νόμπελ του σήμερα φυλάσσεται σε προθήκη στο Μουσείο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου στη Γενεύη.
Ο φον Μπέρινγκ πιστεύεται ότι εξαπάτησε τον Πάουλ Έρλιχ λαμβάνοντας εκείνος την αναγνώριση και την οικονομική επιβράβευση σε σχέση με τη συνεργατική έρευνα στη διφθερίτιδα. Οι δύο άνδρες ανέπτυξαν έναν ορό της διφθερίτιδας ενίοντας επανειλημμένως θανατηφόρα τοξίνη σε ένα άλογο. Ο ορός χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας στη Γερμανία. Μια χημική εταιρεία ετοιμάζεται να αναλάβει την εμπορική παραγωγή και την εμπορία του ορού της διφθερίτιδας προσέφερε σύμβαση και στους δύο, αλλά ο φον Μπέρινγκ ελίχθηκε για να διεκδικήσει όλες τις σημαντικές οικονομικές ανταμοιβές για τον εαυτό του. Επιπλέον, μόνο ο Μπέρινγκ έλαβε το πρώτο βραβείο Νόμπελ στην Ιατρική το 1901 για τη συμβολή του.