Έρευνα GPO: “Δεν καταγράφεται επιδείνωση της Υγείας λόγω κρίσης”

26-12-2016

Παρά τη γενική εντύπωση ότι υπάρχει επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού, αυτό δεν καταγράφεται, (εκτός από την αυτοαναφορά αύξησης της καταθλιπτικής διάθεσης)  στην τελευταία έρευνα της GPO για λογαριασμό της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας. Τα στοιχεία της έρευνας που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση λόγω των συμπερασμάτων της, συλλέχθηκαν από τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού και αναλύθηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που διοργάνωσε η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (11/12-13/12).

Σύμφωνα με τον κο Τάκη Θεοδωρικάκο πρόεδρο της GPO, η υγεία του ελληνικού πληθυσμού καταγράφεται ως σταθερά πτωτική, παρότι το προσδόκιμο ζωής την ίδια περίοδο έχει σημειώσει άνοδο 2 μονάδων. Ο ομιλητής επισήμανε ότι υπάρχει ευθεία συσχέτιση του αυτοαναφερόμενου επιπέδου υγείας με το εισόδημα, που κατά μέσον όρο βαθμολογείται 74% με το 100 να αντιστοιχεί σε άριστη υγεία. Διαπιστώνεται συσχέτιση των χρόνιων προβλημάτων υγείας με την ηλικία, την παχυσαρκία αλλά και το μορφωτικό επίπεδο. Αρνητικά συναισθήματα από την οικονομική κρίση, όπως ανασφάλεια – αγωνία – φόβο, θυμό – αγανάκτηση, απογοήτευση – πίκρα – θλίψη, άγχος εξέφρασε ποσοστό άνω του 44% –τα άτομα με χαμηλό εισόδημα εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό.

Όσον αφορά την κοινωνική διάσταση της έρευνας, καταγράφηκε ότι περίπου 1/3 των Ελλήνων τον περισσότερο καιρό δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στους λογαριασμούς, και ότι στην ομάδα του πληθυσμού που το σύνολο των εισοδημάτων κατευθύνεται σε λογαριασμούς και χρέη, η αυτοεκτίμηση υγείας είναι σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο. Για λόγους κόστους, ένα 25% του πληθυσμού δεν έλαβε τη θεραπεία του ή δεν έκανε ενδεδειγμένες εξετάσεις. Η έρευνα έδειξε ορισμένα αποτελέσματα τα οποία αποτελούν εξισορροπητικούς παράγοντες στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, όπως μείωση στα ποσοστά του καπνίσματος, της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ή κόκκινου κρέατος· μια τάση που επιβεβαιώνεται στις μελέτες των τελευταίων 13 ετών.

Οι ερευνητές της ΕΣΔΥ, Αντώνιος Χαρώνης (Οικονομολόγος της Υγείας, Ερευνητής ΕΣΔΥ) και Μαρία Μαυρίκου (Δημόσια Πολιτική – Δημόσια Υγεία, ΕΣΔΥ) παρουσίασαν επιμέρους τμήματα της έρευνας. Ο κύριος Χαρώνης αναφέρθηκε σε 2 μοντέλα, παρουσιάζοντας στοιχεία ανά γεωγραφική περιοχή: τα υψηλότερα ποσοστά καλής υγείας καταγράφονται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα χειρότερα στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, λόγω δυσχερούς πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.

Η κυρία Μαυρίκου εστίασε στο τμήμα του δείγματος της έρευνας που έχει διαγνωστεί με χρόνιο νόσημα (καρδιολογικό, ενδοκρινολογικό, πνευμονολογικό) και ανέρχεται σε 42% των ατόμων που απάντησαν στη έρευνα. Από αυτούς, περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες, 2 στους 3 είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, ενώ 1 στους 5 ασθενείς με χρόνιο πρόβλημα παραμένει καπνιστής –με την αναλογία αυτή να είναι 1 στους 3 για τους ασθενείς με χρόνιο πνευμονολογικό πρόβλημα. Η μελέτη επιβεβαιώνει, επομένως την υψηλή νοσηρότητα του μεταβολικού συνδρόμου και καταγράφει ότι ένα 59% του δείγματος που έκανε χρήση υπηρεσιών υγείας είναι παχύσαρκοι και υπέρβαροι.

Η κυρία Αντιγόνη Λυμπεράκη, Καθηγήτρια Οικονομικών, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Επισκέπτρια Καθηγήτρια LSE, έκανε μια σειρά παρατηρήσεων στα αποτελέσματα της μελέτης. Διαπίστωσε ότι η αυτοαναφορά για την κατάσταση της υγείας είχε πτωτική τάση έως το 2011 ενώ στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε, αμφισβητώντας την πτώση του επιπέδου της υγείας του πληθυσμού λόγω της κρίσης. Το γενικότερο κλίμα και η διάθεση, είπε, επηρεάζει τις απαντήσεις και στα θέματα της αυτοαξιολόγησης της υγείας, και αυτές μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις προσδοκίες ή τις αναφαινόμενες δυσκολίες που συνδέονται με την πολιτική κατάσταση της χώρας (ειδικότερα τις δύο χρονικές στιγμές που πραγματοποιήθηκε η μελέτη, τον Φεβρουάριο και τον Σεπτέμβριο 2015). Η κυρία Λυμπεράκη επισήμανε επίσης ότι οι επαναλαμβανόμενες αυτές έρευνες θα ήταν καλύτερο να είχαν γίνει στα ίδια άτομα, κάτι που σχολίασε ο καθηγητής Γ. Κυριόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής του Τομέα Οικονομικών της Υγείας ΕΣΔΥ, τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο για επιδημιολογική μελέτη, σκοπός ήταν να αλλάζουν κάποιες ερωτήσεις στις μελέτες, στις διαφορετικές χρονικές στιγμές.

Με τη σειρά του σχολίασε την έρευνα ο κύριος Γεώργιος Μέργος, Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρατήρησε ότι στη βιβλιογραφία αναφέρονται χώρες όπου το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε σε περιόδους κρίσης. Η αυτοαναφερόμενη κατάσταση της υγείας μπορεί να δίνει χειρότερη εικόνα από την πραγματική, κάτι που πρέπει να διερευνηθεί μήπως οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Είναι απαραίτητο να βρίσκονται οι αιτιώδεις σχέσεις μέσα από τα δεδομένα και τη στατιστική ανάλυση των ερευνών ώστε να εφαρμόζονται “evidence-based” πολιτικές. Καταλήγοντας ο κύριος Μέργος είπε ότι δεν βλέπει σοβαρή μείωση του επιπέδου υγείας στη χώρα μας, παρά τα στοιχεία αυτοαναφοράς για την υγεία. Ωστόσο, είναι ανησυχητικές οι καταστροφικές δαπάνες υγείας για τα νοικοκυριά, καθώς ο πληθυσμός που πλήττεται φαίνεται να αυξάνεται.

Καταλήγοντας ο κος Κυριόπουλος ανέφερε ότι ο σήμερα ο ΠΟΥ προτιμά τις μελέτες self-rated health καθώς η μέθοδος αυτή ενσωματώνει υποκειμενικά στοιχεία και αποτελεί μία μέτρηση που είναι πιο χρήσιμη για τους χρήστες υπηρεσιών Υγείας σε σχέση με τις έρευνες που βασίζονται στα κλινικά δεδομένα.