ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

Γεώργιος Κοτζιάς
12-06-2021

O Γεώργιος Κοτζιάς (Χανιά, 16 Ιουνίου 1918 – Νέα Υόρκη, 13 Ιουνίου 1977) ήταν Έλληνας γιατρός, ο οποίος μαζί με τους συνεργάτες του ανέπτυξαν τη θεραπεία με λεβοντόπα, η οποία αποτελεί σήμερα τη πιο διαδεδομένη θεραπεία για τη νόσο του Πάρκινσον.

Ο Κοτζιάς γεννήθηκε στα Χανιά στις 16 Ιουνίου 1918. Ήταν γιος του μετέπειτα δημάρχου Αθηνών Κώστα Κοτζιά. Άρχισε τις σπουδές ιατρικές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον πατέρα του όταν γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αθήνα το 1941. Έγινε δεκτός στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ και δύο χρόνια αργότερα αποφοίτησε με εύφημο μνεία. Εδεικεύτηκε ως παθολογοανατόμος στο νοσοκομείο Μπρίγχαμ και μετά υπηρέτησε ως επιμελητής νευρολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Ινστιτούτο Ροκφέλερ και στο Εθνικό Εργαστήριο του Brookhaven.

Το 1957, ο Σουηδός επιστήμονας Άρβιντ Κάρλσον έδειξε ότι η ντοπαμίνη ήταν νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο και όχι απλά πρόδρομο μόριο της νορεπινεφρίνης, όπως θεωρούταν προηγουμένως. Στη συνέχεια, άρχισε η θεραπεία με λεβοντόπα, πρόδρομη ουσία της ντοπαμίνης η οποία μπορεί να διέρχεται από τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, από άλλους γιατρούς για τη νόσο Πάρκινσον. Όμως, η έγχυσή της προκαλούσε τοξικότητα, με αποτέλεσμα να μην είναι πρακτική για θεραπευτικούς σκοπούς. Τότε, ο Κοτζιάς έκανε μια σημαντική παρατήρηση. Αρχίζοντας με πολύ μικρές δόσεις δια στόματος κάθε δύο ώρες υπό συνεχή παρακολούθηση και αυξάνοντας σταδιακά τη δόση, κατάφερε να σταθεροποιήσει τους ασθενείς σε υψηλές δόσεις, προκαλώντας δραματική ύφεση των συμπτωμάτων. Η πρώτη μελέτη η οποία ανέφερε τη βελτίωση των ασθενών με πάρκινσον ως αποτέλεσμα της θεραπείας με λεβοντόπα, δημοσιεύθηκε το 1968.[1] Από τότε, έχει γίνει η κύρια θεραπεία για τα συμπτώματα παρκινσονισμού. Το 1969, ο Κοτζιάς κέρδισε το βραβείο Άλμπερτ Λάσκερ για την κλινική ιατρική έρευνα.

Άλλοι ερευνητικοί τομείς στους οποίους εργάστηκε, ήταν η εξακρίβωση της βιολογικής σημασίας των ιχνοστοιχείων και ιδιαίτερα του ψευδαργύρου, του καδμίου και του μαγγανίου, η μελέτη του μεταβολισμού του νευρικού συστήματος, η χρήση των ραδιοϊσοτόπων στην κλινική ιατρική και η παθογένεια της πρωτεϊνουρίας.