Γιάννης Τούντας: επιβεβλημένη η μείωση των τιμών για να πέσει η φαρμακευτική δαπάνη

26-12-2016

Αρωγός στην προσπάθεια του υπουργείου υγείας για την ψήφιση της τροπολογίας για τα φάρμακα έρχεται ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΦ καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Γιάννης Τούντας ο οποίος σε δημόσια τοποθέτησή του υποστηρίζει ότι η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης μπορεί να επιτευχθεί, μόνο με τη μείωση των τιμών και τη μείωση του όγκου κατανάλωσης, καθώς και με τον έλεγχο της υποκατάστασης των φθηνών φαρμάκων από άλλα ακριβά.

Οι τιμές των γενοσήμων και των off patent φαρμάκων όπως αναφέρει ο κος Τούντας στην Ελλάδα είναι ψηλότερες από άλλες χώρες της Ευρώπης για αυτό και η μείωση των τιμών που προωθεί η πολιτεία προστατεύοντας ταυτόχρονα τα παλαιά και τα φθηνά φάρμακα είναι πέρα ως πέρα επιβεβλημένη. Πολύ περισσότερο μάλιστα, μια που τα μέτρα ελέγχου του όγκου και της υποκατάστασης, δεν έχουν ακόμα αποδώσει ικανοποιητικά οφέλη.

Ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΦ αναγνωρίζει ότι η μείωση των τιμών δυσχεραίνει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία διότι με τις χαμηλές τιμές δε μπορεί να ανταγωνισθεί τις μεγάλες πολυεθνικές γενοσήμων αλλά και τις μικρότερες εταιρείες εισαγωγής γενοσήμων φαρμάκων. Όμως αυτός επισημαίνει ότι δε μπορεί να είναι λόγος αμφισβήτησης και δυσφήμησης των εισαγόμενων γενοσήμων.Ούτε μπορεί να δικαιολογεί ανεπίτρεπτες αντισημιτικές αναφορές περί ισραηλινών συμφερόντων, ούτε βέβαια μπορεί να προστατεύεται η τιμή τους σε βάρος της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. «Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί και πρέπει να ενισχυθεί με αναπτυξιακά κίνητρα φορολογίας και δασμών, με τον τρόπο που διενεργούνται οι διαγωνισμοί στα νοσοκομεία, με τον τρόπο αδειοδότησης και λειτουργίας των εταιρειών εισαγωγής γενοσήμων, καθώς και με την ενίσχυση της εξωστρέφειας, των συνεργασιών, της έρευνας και της καινοτομίας».

Τέλος ο κος Τούντας τονίζει ότι η περαιτέρω μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία των πολιτών. «Πρέπει να υπάρχει ένα όριο και το όριο αυτό πρέπει να είναι άνω του 1% του συνεχώς μειούμενου ΑΕΠ, γεγονός που αφήνει μικρά πλέον περιθώρια για περαιτέρω μείωση της δαπάνης».