ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ

Carl Jung
25-07-2021

Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (26 Ιουλίου 1875 – 6 Ιουνίου 1961) ήταν Ελβετός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, ενώ υπήρξε ο εισηγητής της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας.

Η αποφασιστικότερη πιθανώς εμπειρία στη ζωή του Γιουνγκ υπήρξε η επαφή του με τον Ζίγκμουντ Φρόυντ και κυρίως η επαφή του με την ψυχολογία της υστερίας και τα όνειρα. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο φαίνεται πως ήταν το έργο του Φρόυντ πάνω στην Ερμηνεία των Ονείρων, το οποίο θεωρούσε την πληρέστερη προσπάθεια που έγινε για να κατακτηθεί το αίνιγμα της ασυνείδητης ψυχής πάνω στο φαινομενικά στέρεο έδαφος του εμπειρισμού. Η καρποφόρα φιλία τους δεν κράτησε πολύ. Αν και στενός φίλος και συνεργάτης του Φρόυντ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ διαφώνησε μαζί του (1913) και αποχώρησε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρία που είχαν ιδρύσει μαζί. Συγκεκριμένα, η δημοσίευση του έργου του Γιουνγκ Μεταμορφώσεις και Σύμβολα της Λίμπιντο οδήγησε στην οριστική ρήξη της σχέσης τους, μια ρήξη η οποία είχε ξεκινήσει από τις προσωπικές τους διαφωνίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας και ερμηνείας των ονείρων αλλά και πάνω σε διαφορές τους ως προς το θέμα της θρησκείας.

«Η εποχή μας έχει ανάγκη από αγίους», συνήθιζε να λέει ο Καρλ Γιουγκ, πιστός στις ιδεαλιστικές θεωρίες που τον έφεραν πολύ μακρύτερα από τον Φρόυντ. Ο Γιουνγκ πίστευε βαθιά πως αν δεν έχει κανείς με τι να αντικαταστήσει το θρησκευτικό ένστικτο θα πρέπει να το αφήνει άθικτο, καθώς αποτελεί θεμέλιο του ατομικού κόσμου. Η κατάρρευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακολουθείται συχνά από κατάρρευση της προσωπικότητας, κάτι που ο Γιουνγκ παρατηρούσε συχνά στους ασθενείς του. Επίσης, θεωρούσε παραφορτωμένη τη θεωρία του Φρόυντ για τη σεξουαλικότητα, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα σε μια αχρονολόγητη και αδημοσίευτη σημείωσή του για τον Άλφρεντ Άντλερ, που είχε επίσης διατελέσει μέλος του κύκλου του Φρόυντ αλλά ίδρυσε εντέλει τη δική του σχολή ατομικής ψυχολογίας. Σε αυτή τη σημείωση φαίνεται να εκτιμά τον Άντλερ, για το γεγονός ότι έφερε στην επιφάνεια το θεμελιακό γεγονός της ανάγκης του ατόμου για σπουδαιότητα, η οποία ερμηνεύει σημαντικές όψεις της νεύρωσης, μη ερμηνεύσιμες από την σεξουαλικότητα.

Αντίθετα από τον Φρόυντ, ο οποίος μετά τη ρήξη απέφευγε να αναφέρει το όνομά του, ο Γιουνγκ δεν θέλησε να χαράξει μια απόλυτα διαχωριστική γραμμή στους καρπούς της σχέσης τους και έτσι τα έργα και οι επιστολές του είναι γεμάτες αναφορές στο έργο του διδασκάλου του.

Οι απόψεις του Γιουνγκ για το ασυνείδητο διαμορφώθηκαν βάσει των νέων αναζητήσεών του που προέκυψαν από τη ρήξη του με τον Ζίγκμουντ Φρόυντ. Αναζήτησε μια έγκυρη ψυχολογική βάση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους ασθενείς του. Πειραματίστηκε με τον εαυτό του και σταμάτησε να διδάσκει, προσπαθώντας να κατανοήσει τις φαντασιώσεις και άλλα ατομικά του περιεχόμενα. Το πείραμά του τελείωσε μετά από 6 χρόνια. Τις εσωτερικές του εμπειρίες τις μετέφερε στο Κόκκινο Βιβλίο, έναν τόμο δεμένο με κόκκινο δέρμα και πλούσια εικονογράφηση σε τεχνοτροπία Αρ Νουβώ (art nouveau). Ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε τους πίνακές του ως τέχνη, αλλά ως εξωτερίκευση των βιωμάτων του.

Με τον όρο ασυνείδητο ο Γιουνγκ εννοούσε εκείνη την περιοχή του αγνώστου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια ό,τι συνειδητοποιούμε και το έχουμε ξεχάσει, ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή, όλα τα μελλοντικά πράγματα που παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση, όλα αυτά αποτελούν περιεχόμενο του ασυνείδητου. Πέραν αυτών, στο ασυνείδητο περιλαμβάνονται απωθημένες οδυνηρές σκέψεις και συναισθήματα. Ονόμασε το σύνολο αυτών των περιεχομένων ατομικό ασυνείδητο, αλλά αναγνώρισε ιδιότητες που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά αλλά τις κληρονομεί από μια βαθύτερη και ευρύτερη επικράτεια την οποία ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα είναι εκείνα που διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο και παρουσιάζουν μια κανονικότητα στην εμφάνισή τους.

Κανονικότητα στην εμφάνισή της για το ασυνείδητο του Γιουνγκ κατά τη διάρκεια των πειραματισμών του είχε η μορφή ενός γέροντα, τον οποίο ο Γιουνγκ ονόμαζε Φιλήμονα, με τον οποίο είχε μακρές συζητήσεις. Ψυχολογικά ο Φιλήμων αντιπροσώπευε την ύψιστη ενόραση για τον Γιουνγκ και ήταν δύναμη per se, διακριτή από τα ατομικά περιεχόμενα του ασυνείδητου. Ανήκε σε εκείνες τις φαντασιώσεις που δεν προκαλούσε το ατομικό ασυνείδητο αλλά παράγονταν από μόνα τους και είχαν τη δική τους ζωή.

Σχολιάζοντας το αρχαίο κινεζικό κείμενο Το μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού, ο Γιουνγκ άρχισε να ενδιαφέρεται για την Αλχημεία. Το πρώτο έργο που προμηθεύτηκε ήταν το Artis Auriferae, (Περί της χρυσοποιητικής τέχνης), μια συλλογή 20 δοκιμίων στα Λατινικά, που δημοσιεύθηκαν στην Βασιλεία το 1593. Έγινε μανιώδης συλλέκτης αλχημικών έργων με αποτέλεσμα τα αλχημικά κείμενα να καταλάβουν το μεγαλύτερο κομμάτι της εξαιρετικά μεγάλης βιβλιοθήκης του και με την βοήθεια της ψυχολόγου Μαρί Λουίζ φον Φραντς, που τότε ήταν μαθήτριά του, άρχισε να τα αναλύει. Στο έργο του η Ψυχολογία της Μεταβίβασης σχολίασε εκτεταμένα το Rosarium Philosophorum, (Το κομποσχοίνι των φιλοσόφων), ένα από τα δοκίμια του Artis Auriferae.

Όσον αφορά στην αλχημεία, ο ίδιος πίστευε ότι το αλχημικό opus (έργο) δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως φυσική ή χημική διαδικασία, αλλά ως διαδικασία ψυχικού μετασχηματισμού. Ο αλχημιστής του παρελθόντος, στην προσπάθειά του να αποσπάσει τα μυστικά της χημικής μεταστοιχείωσης, προχωρούσε παράλληλα σε μια διαδικασία ψυχικής μετουσίωσης. Το άγνωστο του εξωτερικού κόσμου συνδεόταν με το άγνωστο του εσωτερικού κόσμου, προκαλώντας αλλαγές στον ασυνείδητο κόσμο. Τούτη η συνειδητοποίηση έγινε το κλειδί για την εξέταση του ασυνείδητου, αλλά και για τη σχέση του με τον εξωτερικό κόσμο.

Η έρευνα του τον οδήγησε στον Παράκελσο, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα, καθώς τον θεωρούσε πρωτοπόρο πνεύμα και ιατρό της εποχής του. Για τον Γιουνγκ ο Παράκελσος είχε τη γνώση και τη δυνατότητα να βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα πέρα από το φυσικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον ψυχικό παράγοντα, μέσω της θεωρίας του για την ψυχικά ζωογονημένη ύλη.

Βάσει της εμπειρίας που απέκτησε κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με το ασυνείδητο, ο Γιουνγκ ανεπτυξε τη δική του ψυχαναλυτική πρακτική, την τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Ουσιαστικά η διαδικασία της συνειδητοποίησης των εικόνων είναι το γενικό αποτέλεσμα της ερμηνείας των ονείρων, αλλά μπορεί να αγγίξει βαθύτερες όψεις του εαυτού, μέσω της ενεργητικής φαντασίας.

Η μέθοδος απαιτεί συνειδητή εμβάθυνση στο ασυνείδητο, παρατήρηση, απεικόνιση και στοχασμό επί των περιεχομένων του. Τα περιεχόμενα ζωγραφίζονται, μορφοποιούνται, ενίοτε χορεύονται, δραματοποιούνται ή καταγράφονται σε μια φανταστική σειρά, ως δράση ή διάλογος με εσωτερικές μορφές.

Η ενεργητική φαντασία ξεκινά τη θεραπεία μιας νεύρωσης χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στη συνείδηση και τα περιεχόμενα του ασυνείδητου. Οι εικόνες του ασυνείδητου είναι αυτοαπεικονίσεις διαδικασιών της ψυχικής ζωής, που μπορούν να απελευθερωθούν από την παράλυση και την παθητικότητα μέσω του δημιουργικού οραματισμού. Όλα τα παραπάνω βέβαια απαιτούν μια εξατομικευμένη μεταχείριση για κάθε διαφορετικό ασθενή. Φαίνεται πως ο Γιουνγκ δεν πίστευε σε γενικές μεθόδους θεραπείας, καθώς θεωρούσε ότι για κάθε άτομο αποδίδει μόνον η ατομική κατανόηση.

Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου, “καλό θα ήταν όποιος επιθυμεί να γνωρίσει την ανθρώπινη ψυχή να αποχαιρετήσει τις μελέτες του και να περιπλανηθεί στον κόσμο με ανοικτή καρδιά. Στη φρίκη των φυλακών, στα ψυχιατρικά άσυλα και τα νοσοκομεία, στις σκοτεινές ταβέρνες των προαστίων, στα πορνεία και στα χαρτοπαικτικά καταγώγια, στα κοσμικά σαλόνια, στο χρηματιστήριο, στις σοσιαλιστικές συγκεντρώσεις, στις εκκλησίες, μέσα από την αγάπη και το μίσος, την εμπειρία των παθών κάθε μορφής στο δικό του σώμα, θα δρέψει πλουσιότερες σοδειές γνώσης από αυτές που μπορούν να του προσφέρουν τα βιβλία και θα γνωρίσει πώς να συμπεριφέρεται ως γιατρός στον ασθενή, με αληθινή γνώση της ανθρώπινης ψυχής.”