Κορωνοϊός: Συμπτώματα ακόμα κι έναν χρόνο μετά τη νόσηση

Ασθενής που τον έχει χτυπήσει ο κορωνοϊός στο νοσοκομείο
09-09-2021

Ο κορωνοϊός δεν είναι μια απλή υπόθεση. Το λένε όλοι οι επιστήμονες από την πρώτη στιγμή. Και τώρα μια νέα έρευνα το επιβεβαιώνει για ακόμα μια φορά. Όπως φάνηκε, ασθενείς που έχουν περάσει τον κορωνοϊό, μπορεί να αισθάνονται συμπτώματα όπως επίμονη κόπωση, δύσπνοια, «ομίχλη» στον εγκέφαλο και κατάθλιψη ακόμα και έναν χρόνο μετά την ασθένεια τους.

Πρόσφατη μελέτη από ασθενείς στη Γουχάν, αναφέρει σοβαρά συμπτώματα σε ασθενείς που επέζησαν του κορωνοϊού. Ακόμα κι ένα έτος μετά τη νόσηση.

Η μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Lancet έγινε από τον Lixue Huang και τους συνεργάτες του. Κι αναφέρει αποτελέσματα 12 μηνών από τη μεγαλύτερη ομάδα νοσηλευθέντων ενηλίκων επιζώντων του COVID-19 μέχρι στιγμής. Η μελέτη αφορούσε ενήλικες, με διάμεση ηλικία 59 ετών, που πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο Jin Yin-tan στη Γουχάν της Κίνας. Η έρευνα έδειξε τη φύση και την έκταση της μακράς COVID. Ένα έτος μετά, οι επιζώντες του COVID-19 είχαν:

  • περισσότερα κινητικά προβλήματα
  • πόνο
  • δυσφορία
  • άγχος
  • κατάθλιψη

… από τους συμμετέχοντες από την ομάδα ελέγχου την οποία αποτελούσαν ενήλικες που ζούσαν στην κοινότητα χωρίς μόλυνση SARS-CoV-2.

Κορωνοϊός: Τα συμπτώματα

Η κόπωση ή η μυϊκή αδυναμία ήταν το πιο συχνά αναφερόμενο σύμπτωμα. Τόσο στους 6 μήνες όσο και στους 12 μήνες. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς ανέφεραν ότι είχαν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα, όπως δυσκολίες στον ύπνο, ταχυκαρδία, πόνο στις αρθρώσεις ή πόνο στο στήθος, στους 12 μήνες. Η μελέτη δείχνει ότι για πολλούς ασθενείς, η πλήρης ανάρρωση από COVID-19 θα διαρκέσει περισσότερο από 1 χρόνο. Εγείρονται έτσι σημαντικά ζητήματα για τις υπηρεσίες υγείας και την έρευνα.

Σε άρθρο στο Lancet μετά την δημοσίευση της παραπάνω μελέτης, επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της «μακράς COVID» από άλλα «μετα-ιικά» σύνδρομα. Επίσης, ότι δεν υπάρχουν και σαφή βιοχημικά ή ακτινολογικά χαρακτηριστικά που να βοηθούν τη διάγνωση, την πρόγνωση και τα αποτελέσματα.

«Χωρίς αποδεδειγμένες θεραπείες ή ακόμη και οδηγίες αποκατάστασης, η μακροχρόνια COVID επηρεάζει την ικανότητα των ανθρώπων να συνεχίσουν την κανονική ζωή και την ικανότητά τους να εργάζονται. Η επίδραση στην κοινωνία, από την αυξημένη επιβάρυνση της υγειονομικής περίθαλψης και τις απώλειες στην οικονομία και την παραγωγικότητα, είναι σημαντική. Η «μακρά COVID» είναι μια σημαντική σύγχρονη ιατρική πρόκληση.

Προφανώς, η κατάσταση αφορά τη δημόσια υγεία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι 945.000 άτομα (1,5% του πληθυσμού) είχαν αναφέρει «μακρά COVID» ως τις 4 Ιουλίου 2021. Ανάμεσα τους 34.000 παιδιά ηλικίας 2-16 ετών. Η συχνότητα ήταν μεγαλύτερη σε άτομα ηλικίας 35-69 ετών, κορίτσια και γυναίκες, άτομα που ζούσαν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, εργαζόμενοι στην υγεία ή στην κοινωνική περίθαλψη και άτομα με αναπηρία», σημειώνεται στο άρθρο.

Τι υπογραμμίζεται στο άρθρο του Lancet

Mόνο το 0,4% των ασθενών με COVID-19 δήλωσαν ότι συμμετείχαν σε πρόγραμμα αποκατάστασης. Ο λόγος για τη μειωμένη χρήση υπηρεσιών αποκατάστασης είναι ασαφής. Αλλά η περιορισμένη αναγνώριση της μακράς COVID και η έλλειψη σαφών οδών παραπομπής ήταν κοινά προβλήματα παγκοσμίως.
H επίδραση της μακράς COVID στην ψυχική υγεία απαιτεί περαιτέρω και μακροπρόθεσμη έρευνα. Το ποσοστό των επιζώντων της COVID-19 που είχαν άγχος ή κατάθλιψη αυξήθηκε ελαφρώς μεταξύ 6 και 12 μηνών. Και το ποσοστό ήταν πολύ μεγαλύτερο στους επιζώντες του COVID-19 παρά στις ομάδες ελέγχου.
Τα αποτελέσματα από την ομάδα της Γουχάν δεν μπορούν να γενικευτούν σε άλλους πληθυσμούς. Για παράδειγμα ασθενείς που δεν εισήχθησαν στο νοσοκομείο, νεότερους, μειονότητες φυλών και άλλες ομάδες μειονεκτούντων ατόμων που έχουν πληγεί δυσανάλογα από την πανδημία. Η έρευνα σε αυτούς τους πληθυσμούς πρέπει να τεθεί σε προτεραιότητα.

Αναφερόμενο στην έκκληση του ΠΟΥ για προτεραιότητα στην αναγνώριση, αποκατάσταση και έρευνα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του COVID-19, καθώς και στη συλλογή δεδομένων για το μακροχρόνιο COVID, το Lancet σημειώνει ότι:

Απαιτείται μια συνεκτική ατζέντα έρευνας για την πρόληψη ερευνητικών λαθών και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων για τους ασθενείς. Οι επιστημονικές και ιατρικές κοινότητες πρέπει να συνεργαστούν για να διερευνήσουν τον μηχανισμό και την παθογένεση της μακράς COVID, να υπολογιστούν οι παγκόσμιες και περιφερειακες επιπτώσεις της ασθένειας, να προσδιοριστεί καλύτερα ποιος κινδυνεύει περισσότερο, να γίνει κατανοητό πώς τα εμβόλια μπορεί να επηρεάσουν την κατάσταση και να αναπτυχθούν αποτελεσματικές θεραπείες μέσω τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κορωνοϊός: Δεν επηρεάζει τους πνεύμονες παιδιών και νέων