Οι γονείς δεν καταλαβαίνουν τι θέλει να τους πει το μωρό τους

26-12-2016
Το κλάμα είναι ο τρόπος του μωρού να επικοινωνήσει με του γονείς του. Να τους πει πως θέλει κάτι ή να τους δείξει πως πονάει κάπου. Οι γονείς όμως απ΄ότι φαίνεται δεν μπορούν να καταλάβουν πάντα τι θέλει να τους πει το μωρό τους κάθε φορά με το κλάμα. Αυτό τουλάχιστον έδειξε νέα έρευνα Τσέχων επιστημόνων.
 
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Charles στην Πράγα εξέτασαν 333 ενηλίκους. Στην αρχή, κατέγραψαν επί 20 δευτερόλεπτα μωρά πέντε ως δέκα μηνών ενώ αυτά βίωναν διαφορετικά συναισθήματα. Για παράδειγμα, οι ειδικοί κατέγραψαν ήχους που μαρτυρούσαν ότι το μωρό βίωνε πόνο ενώ υποβαλλόταν σε εμβολιασμό. Οι ειδικοί κατέγραψαν επίσης ήχους που έκαναν τα μωρά όταν πεινούσαν, όταν αποχωρίζονταν τον γονιό τους, τη στιγμή που τον ξαναέβλεπαν, όταν έτρωγαν ή όταν έπαιζαν.
Στη συνέχεια, οι γονείς έπρεπε να ακούσουν μια επιλογή των ηχητικών καταγραφών και στη συνέχεια να μαντέψουν με ποια κατάσταση συνδεόταν ο κάθε ήχος.
 
Τα αποτελέσματα της έρευνας, που δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση «PLoS One», έδειξαν πως οι γονείς μπορούσαν να καταλάβουν αν ένα μωρό δεν ένιωθε καλά, ανάλογα με τους ήχους που έκανε. Δεν καταλάβαιναν όμως ακριβώς τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να πει κάθε φορά το μωρό.
Συχνά, για παράδειγμα, οι εθελοντές μπέρδευαν το κλάμα του πόνου με εκείνο της μοναξιάς ή το κλάμα της μοναξιάς με το κλάμα της πείνας.
 
Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα μωρά απλώς εξασκούνται στο να μάθουν να μιλούν, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι όλοι αυτοί οι ήχοι έχουν κάποιο υποβόσκον νόημα.
 
Όπως είπε η επικεφαλής της έρευνας, Δρ, Τζίτκα Λιντοβά «τα μωρά πιθανότατα δεν συνειδητοποιούν ότι θέλουν κάτι να μας πουν» ενώ αντιθέτως τα βρέφη προσπαθούν να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους. Ωστόσο μπορούν οι ενήλικοι να καταλάβουν αυτά τα συναισθήματα;
 
Η Τζούλι Γκρος-Λούις, αναπτυξιακή ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα εκτιμά πως «υπάρχει μια υπόθεση σύμφωνα με την οποία οι ήχοι με αρνητική χροιά έχουν άμεση επίδραση στον ακροατή έλκοντας την προσοχή του».
 
Υπήρχε ωστόσο μία εξαίρεση. Κατά μέσον όρο το 65% των φορών οι εθελοντές μπόρεσαν να αναγνωρίζουν σωστά ήχους που συνδέονταν με το παιχνίδι. Το ποσοστό επιτυχίας ήταν 24% υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνο που πετύχαιναν όταν άκουγαν τις υπόλοιπες ηχητικές καταγραφές.