Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τον Υποθυρεοειδισμό

26-12-2016

Οι ορμόνες του θυρεοειδούς ρυθμίζουν τον τρόπο που ο οργανισμός χρησιμοποιεί και αποταμιεύει ενέργεια, δηλαδή τη διαδικασία  του μεταβολισμού. Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται στον λαιμό κάτω από το κρικοειδή χόνδρο (ή μήλο του Αδάμ) και παράγει δυο ορμόνες :την θυροξίνη (Τ4) και την τριιωδιοθυρονίνη (Τ3). Η λειτουργία του θυρεοειδούς ρυθμίζεται και ελέγχεται από έναν άλλο αδένα που ονομάζεται υπόφυση και βρίσκεται στον εγκέφαλο. Η υπόφυση παράγει την ορμόνη θυρεοτροπίνη ή TSH που δρα πάνω στον θυρεοειδή για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4.

Τι είναι ο Υποθυρεοειδισμός

Τι είναι όμως  ο Υποθυρεοειδισμός; Υποθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής υπολειτουργεί και παράγει ελαττωμένη ποσότητα θυρεοειδών ορμονών.
Είναι η πιο συχνή πάθηση του θυρεοειδούς. Συμβαίνει σε μεγαλύτερο ποσοστό στις γυναίκες, επιβαρύνεται με την ηλικία, και παρουσιάζει κληρονομική προδιάθεση. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται: κόπωση, αδυναμία, μικρή αύξηση του σωματικού βάρους, βραδυσφυγμία, υπνηλία, ξηρό δέρμα,  εύθρυπτες τρίχες, μη ανοχή στο ψυχρό περιβάλλον, διαταραχές συμπεριφοράς και κατάθλιψη.

Πολλοί άνθρωποι με υποθυρεοειδισμό παρουσιάζουν μόνο 2 ή 3 από τα παραπάνω συμπτώματα. Είναι πολύ σημαντικό ότι στις μέρες μας μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να αποκαλύψει την διαταραχή πολύ νωρίς σε αρχικά ακόμη στάδιο.

Η νόσος του Hashimoto, η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού

Στους ενήλικες , η νόσος του Hashimoto ή αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα είναι η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού. Είναι η κατάσταση κατά την οποία το ανοσολογικό σύστημα στρέφεται κατά του θυρεοειδή με αποτέλεσμα την καταστροφή του και την ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδών ορμονών.

Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να παρουσιαστεί και μετά την θεραπευτική χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου καθώς και μετά την χειρουργική αποκατάσταση μιας πλειάδας νοσημάτων του θυρεοειδούς αδένα (π.χ οζώδη βρογχοκήλη, Νόσος του Grave’s). Σπάνια, η ανεπαρκής έκκριση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης από την υπόφυση προκαλεί υποθυρεοειδισμό.

Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και από τον τοκετό αν η δημιουργία του θυρεοειδούς αδένα κατά την ενδομήτριο ζωή είναι ατελής.

Οι επιπτώσεις της μη αντιμετώπισης του υποθυρεοειδισμού

Στους ενήλικες ο υποθυρεοειδισμός που δεν έχει αντιμετωπιστεί θεραπευτικά οδηγεί σε εγκεφαλική και φυσική δυσλειτουργία, με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης καθώς και καρδιοαγγειακής νόσου και συμπτωματολογίας. Σε μεγάλη μείωση των θυρεοειδικών ορμονών για αρκετό χρονικό διάστημα επέρχεται και κώμα που ονομάζεται μυξοιδηματικό λόγω της συνοδού εμφάνισης οιδήματος ανά σάρκα.

Θυρεοειδής και εγκυμοσύνη

Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία του υποθυρεοειδισμού είναι απαραίτητη κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης για την ασφάλεια και της εγκυμονούσας και του παιδιού. Η διαδικασία ελέγχου των βρεφών αμέσως μετά την γέννα για την επάρκεια των ορμονών του θυρεοειδούς αποτελεί πλέον εξέταση ρουτίνας στις μαιευτικές κλινικές που αποκαλύπτει τα παιδιά με υποθυρεοειδισμό. Αν όμως , δεν ακολουθήσει θεραπεία το παιδί θα εμφανίσει εγκεφαλική δυσλειτουργία και προοδευτικά καθυστέρηση με διαταραχές στην ανάπτυξη.

Διάγνωση του Υποθυρεοειδισμού

Με μια απλή αιματολογική εξέταση μπορούν να προσδιοριστούν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4 καθώς και της ΤSH. Υποθυρεοειδισμό έχουμε όταν βρούμε υψηλές τιμές ΤSH και χαμηλές τιμές θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Στην περίπτωση αρχικής εκδήλωσης ή υποκλινικού υποθυρεοειδισμού η ΤSH παρουσιάζει μικρή αύξηση πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα ενώ τα επίπεδα των θυρεοειδών ορμονών (Τ3,Τ4) θα είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια. Όταν η αιτία του υποθυρεοειδισμού είναι η νόσος του Hashimoto τότε ανιχνεύονται στο αίμα και αυξημένα αντισώματα έναντι του θυρεοειδούς.

Θεραπεία του Υποθυρεοειδισμού

Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού γίνεται με χορήγηση ανασυνδυασμένης ορμόνης του θυρεοειδούς της θυροξίνης , και ονομάζεται θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με θυροξίνη.

Η αγωγή ορμονικής υποκατάστασης με θυροξίνη σε περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού είναι δια βίου. Ωστόσο σε αρκετές καταστάσεις μπορεί δυνητικά να χρειαστεί επαναρύθμιση (εγκυμοσύνη κλπ) όπου ο προσδιορισμός της ΤSH κρίνεται απαραίτητος για αξιολόγηση. Πρέπει να αναφερθεί ότι σε περιπτώσεις θεραπείας με υψηλές δόσεις μπορεί να εμφανιστεί οστεοπόρωση ,καθώς και καρδιαγγειακή δυσλειτουργία ενώ με χαμηλές δόσεις δεν παρατηρείται η αναμενόμενη ύφεση της προηγούμενης συμπτωματολογίας και βρισκόμαστε υπό μια κατάσταση υπομεταβολισμού με όλες τις συνέπειες.

Για καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η τακτική παρακολούθηση και επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό.

Ιωάννης Λεγάκης

Αναπληρωτής Διευθυντής Ενδοκρινολογίας Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν