Ουρολοίμωξη: Τι πρέπει να ξέρουν οι γυναίκες

26-12-2016

Οι ουρολοιμώξεις των γυναικών διαχωρίζονται  ανάλογα με την περίπτωσή τους, σε λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού (ουρηθρίτιδα και κυστίτιδα) και σε αυτές του ανώτερου ουροποιητικού (πυελονεφρίτιδα). Επίσης, ανάλογα με το αν εμφανίζονται σε υγιές ή πάσχον άτομο, ταξινομούνται σε μη επιπλεγμένες και επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις αντίστοιχα.

Ποια μικρόβια προκαλούν συνήθως ουρολοίμωξη

Στις μη επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις, ο κυριότερος αιτιολογικός παράγοντας (70-95%) είναι το κολοβακτηρίδιο (Ε. coli) και ακολουθεί ο Staphylococcus saprophyticus (5-10%). Πολύ σπάνια παρατηρούνται στις ουρολοιμώξεις και άλλα μικρόβια, όπως Proteus mirabilis και Klebsiella spp. Αντίθετα, σε επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις, οι ανωτέρω αιτιολογικοί παράγοντες ανευρίσκονται σε μικρότερο ποσοστό και το φάσμα των πιθανών παθογόνων διευρύνεται ανάλογα και με τη συνοδό πάθηση (λιθίαση, παρουσία καθετήρα κύστεως, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης).

Η διάγνωση της ουρολοίμωξης

Στη διάγνωση της ουρολοίμωξης είναι απαραίτητη η λήψη του ιστορικού (ιστορικό ουρολοίμωξης, οικογενειακό ιστορικό ουρολοιμώξεων, ιστορικό λιθίασης ουροποιητικού, εφαρμογή αντισυλληπτικού διαφράγματος, όγκος υγρών που καταναλώνονται), η  κλινική εξέταση (πρόπτωση γεννητικών οργάνων, κυστεοκήλη, ουρηθροκήλη), ο  εργαστηριακός έλεγχος  (stick ούρων, γενική και καλλιέργεια ούρων, γενική αίματος) καθώς και ο  απεικονιστικός  έλεγχος (ακτινογραφία ΝΟΚ, υπερηχογράφημα νεφρών-κύστεως).

Ουρολοίμωξη: τα βασικά συμπτώματα

Σημαντικό ρόλο στη διάγνωση της ουρολοίμωξης παίζει  η συμπτωματολογία της ασθενούς, η οποία ποικίλλει από συχνουρία, δυσουρία, αίσθημα βάρους στην κοιλιακή χώρα, αιματουρία (στις λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού) έως εμπύρετο με ρίγος, άλγος νεφρικής χώρας, καταβολή, ανορεξία και μείωση σωματικού βάρους.

Μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής  περιπτώσεις ουρολοιμώξεων σε γυναίκες:

Οξεία κυστίτιδα

Το 95% των γυναικών με ουρολοίμωξη εκδηλώνεται με συμπτωματολογία κυστίτιδας (συχνουρία, δυσουρία, αίσθημα βάρους στην κοιλιακή χώρα, αιματουρία). Υπολογίζεται ότι το 40% των γυναικών θα βιώσουν, έστω και μία φορά στη ζωή τους, επεισόδιο οξείας κυστίτιδας. Η διάγνωση της οξείας κυστίτιδας βασίζεται στη συμπτωματολογία αλλά και στη γενική και την καλλιέργεια ούρων, όπου και επιβεβαιώνουν τον αιτιολογικό παράγοντα.

Η θεραπεία εκλογής για την οξεία κυστίτιδα είναι οι κινολόνες και η τριμεθοπρίμη-σουλφομεθοξαζόλη σε βραχυπρόθεσμα θεραπευτικά σχήματα (έως τρεις ημέρες). Βασικό ρόλο διαδραματίζει και η αυξημένη κατανάλωση ύδατος, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά και ως τρόπος ζωής, για την αποφυγή υποτροπής της οξείας κυστίτιδας. Ο απεικονιστικός έλεγχος κρίνεται απαραίτητος μόνο σε περιπτώσεις υποτροπών (>2 ουρολοιμώξεις το εξάμηνο ή > από 3 τον χρόνο) και περιλαμβάνει ακτινογραφία ΝΟΚ και U/S νεφρών-κύστεως (έλεγχο λιθιάσεως) και αν κριθεί απαραίτητο, συμπληρώνεται με ενδοφλέβια πυελογραφία ή CT-ουρογραφία.

Πολλές γυναίκες αναφέρουν, ότι παρουσιάζουν ουρολοίμωξη ύστερα από σεξουαλική επαφή. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, κρίνεται απαραίτητη η διενέργεια εξετάσεων στον σύντροφο με γενική ούρων, καλλιέργεια ούρων και καλλιέργεια σπέρματος και αν βρεθεί αιτιολογικός παράγοντας, δίνεται η κατάλληλη αντιβίωση. Σε περιπτώσεις όπου ο σύντροφος δεν έχει λοίμωξη του ουροποιογεννητικού συστήματος, προτείνεται η χορήγηση αντιβίωσης πριν από τη σεξουαλική επαφή ή αμέσως μετά.

Οξεία πυελονεφρίτιδα

Η οξεία πυελονεφρίτιδα είναι μία σοβαρή λοίμωξη, η οποία χαρακτηρίζεται από εμπύρετο (>380 C) με ρίγος, άλγος στη νεφρική χώρα, καταβολή δυνάμεων και ανορεξία. Στην περίπτωση της οξείας πυελονεφρίτιδας, η λοίμωξη αφορά τον ή τους νεφρούς και για αυτό συνιστάται ο άμεσος εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος και η χορήγηση για τουλάχιστον 15 ημέρες αντιβιοτικών από το στόμα, ή ακόμα και παρεντερικά, αντιφλεγμονοδών καθώς και αυξημένη λήψη υγρών. Αν τα συμπτώματα επιμένουν παρά την αγωγή, κρίνεται απαραίτητη η εισαγωγή σε νοσοκομείο για λήψη ενδοφλέβιας αντιβίωσης και περαιτέρω έλεγχος.

Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις

Υπολογίζεται ότι παρά τη θεραπεία και την αλλαγή του τρόπου ζωής, σε ένα ποσοστό 25%, θα παρουσιαστεί υποτροπή της ουρολοίμωξης στους επόμενους 18 μήνες, η οποία συνήθως προκαλείται από τον ίδιο μικροβιακό παράγοντα. Αν η υποτροπή της ουρολοίμωξης συμβεί σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της θεραπείας, θεωρείται βακτηριακή επιμονή και θα πρέπει να γίνει έλεγχος με ενδοφλέβια πυελογραφία και κυστεοσκόπηση για τον αποκλεισμό συνοδών παθήσεων, όπως λιθίαση καθώς και συγγενείς ή/και επίκτητες ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος.

Οι υποτροπές της ουρολοίμωξης συχνά προκαλούν ιδιαίτερο άγχος στις γυναίκες, αφού όχι μόνο επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής, αλλά τις οδηγούν και σε ιδέες ή εμμονές ότι πάσχουν από άλλη νόσο όπως π.χ. καρκίνο. Σε περιπτώσεις συχνών υποτροπών, χρησιμοποιείται η χορήγηση αντιβιοτικών σε πολύ μικρή δόση για μεγάλο χρονικό διάστημα (τακτική που καλείται χημειοπροφύλαξη), με σκοπό την εκρίζωση του μικροβίου και την αποστείρωση του ουροποιητικού.

Βασίλης Πουλάκης

  • Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος,
  • Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Giessen, Γερμανίας
  • αναπληρωτής Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης, Γερμανίας,
  • Διευθυντής της Ουρολογικής κλινικής του Doctors’ Hospital Αθηνών και του Ιατρικού Κέντρου Αμαρουσίου.
  • www.poulakis-urology.com