Υπέρταση: Ποιες ορμόνες αυξάνουν την πίεση

γιατρός μετράει την πίεση του ασθενή του για να δει εάν έχει υπέρταση
16-12-2021

Σε ποσοστό που μπορεί να ξεπερνά και το 15% των ασθενών, η υπέρταση οφείλεται σε κάποια ορμονική πάθηση. H αντιμετώπιση της μπορεί να διορθώσει και την αρτηριακή πίεση.

Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένα από τα συχνότερα και σοβαρότερα προβλήματα υγείας, καθώς αφορά το σχεδόν 45% των ενηλίκων και κοστίζει εκατομμύρια ζωές ετησίως σε όλο τον κόσμο. Παρότι, όμως, είναι τόσο συχνή, πολύς κόσμος δεν γνωρίζει ότι στην ανάπτυξή της μπορεί να εμπλέκονται οι ορμόνες.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παγκοσμίως πάσχουν από υπέρταση περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ηλικίας 30-79 ετών. Σε ετήσια βάση, εξ άλλου, καταλήγουν 8,5 εκατομμύρια ασθενείς από τις επιπλοκές της, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο ή άλλο σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο.

Η αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών, καθώς ρέει μέσα τους. Το εύρος της πίεσης εξαρτάται:

  • Από την ποσότητα του αίματος που εξωθεί η καρδιά προς τις αρτηρίες με κάθε συστολή της
  • Από την αντίσταση που προβάλλουν τα αγγεία στη ροή του αίματος

Όταν η αρτηριακή πίεση είναι υψηλή (υπέρταση) η καρδιά πρέπει να λειτουργεί εντονότερα για να τροφοδοτεί επαρκώς με αίμα όλο το σώμα. Το γεγονός αυτό μακροπρόθεσμα δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία (AHA 2017), ένα άτομο πάσχει από υπέρταση όταν έχει:

  • Συστολική πίεση (ο μεγάλος αριθμός στη μέτρηση) πάνω από 130mmHg
  • Διαστολική πίεση (ο μικρός αριθμός) πάνω από 80mmHg

Αγνώστου αιτιολογίας στο 90% των περιπτώσεων στην υπέρταση

Μολονότι η υπέρταση είναι τόσο συχνή, τα αίτιά της ποικίλουν και συνήθως δεν είναι γνωστά, αναφέρει εκ μέρους της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας η ενδοκρινολόγος Λαμπρινή Παπαναστασίου, MD, PhD, διευθύντρια ΕΣΥ στο Νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς της Αθήνας.

Στην πραγματικότητα, στο σχεδόν 90% των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής, δηλαδή αγνώστου αιτιολογίας. Μερικές φορές, όμως, η υπέρταση οφείλεται σε παθήσεις συγκεκριμένων οργάνων (όπως της καρδιάς, των νεφρών ή των ενδοκρινών αδένων) οπότε χαρακτηρίζεται ως δευτεροπαθής.

Μεταξύ των αιτιών δευτεροπαθούς υπέρτασης, ιδιαίτερη σημασία έχουν εκείνα που οφείλονται σε παθήσεις των ενδοκρινών αδένων. Οι παθήσεις αυτές μπορεί να διαταράξουν την έκκριση των ορμονών που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση. Έτσι, οδηγούν στην ενδοκρινική υπέρταση.

Οι ορμόνες που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση

Η ορμόνη «κλειδί» για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης είναι η αλδοστερόνη. Εκκρίνεται από τα επινεφρίδια, δύο μικρούς αδένες που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς.

Στη ρύθμιση της πίεσης συμμετέχουν σημαντικά και άλλες ορμόνες των επινεφριδίων (κορτιζόλη, κατεχολαμίνες). Συμμετέχουν επίσης:

  • Η αυξητική ορμόνη (GH)
  • Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα
  • Η παραθορμόνη (PTH)

Η λήψη υψηλών φαρμακευτικών δόσεων οιστρογόνων ή ανδρογόνων, επίσης μπορεί να οδηγήσει στην υπέρταση, λέει η κυρία Παπαναστασίου.

Η συχνότερη ορμονική αιτία

Η συχνότερη αιτία ενδοκρινικής υπέρτασης είναι ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, μία πάθηση που προκαλεί υπερπαραγωγή αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Η πάθηση αυτή αφορά το 8-15% ασθενών με υπέρταση.

Η υπερέκκριση της αλδοστερόνης έχει ως επακόλουθο να συγκρατούν οι νεφροί αλάτι (νάτριο) και νερό και να χάνουν πολύ κάλιο. Οι διαταραχές αυτές οδηγούν στην υπέρταση. Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός μπορεί να οφείλεται:

  • Σε αδένωμα (καλοήθη όγκο) των επινεφριδίων, το οποίο υπερεκκρίνει αλδοστερόνη
  • Σε υπερπλασία (διόγκωση) των επινεφριδίων
  • Πολύ σπανιότερα οφείλεται σε σπάνια γενετικά σύνδρομα (οικογενείς μορφές).

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός μπορεί να εκδηλωθεί με:

  • Υπέρταση που δύσκολα ρυθμίζεται
  • Υποκαλιαιμία (χαμηλά επίπεδα καλίου)
  • Μυϊκές κράμπες
  • Μυϊκή αδυναμία
  • Νυκτουρία (αυξημένη ούρηση το βράδυ)

Οι πάσχοντες από αυτόν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα (όπως αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμία, κολπική μαρμαρυγή) και για νεφρική ανεπάρκεια.

Η διάγνωση γίνεται με ορμονικές εξετάσεις και ειδικές ενδοκρινολογικές δοκιμασίες. Ο εντοπισμός του αιτίου του υπεραλδοστερονισμού γίνεται με αξονική τομογραφία επινεφριδίων. Σε μερικούς ασθενείς μπορεί να χρειαστεί και καθετηριασμός των επινεφριδιακών φλεβών.

Η θεραπεία του πρωτοπαθούς υπεραλδοστερονισμού είναι είτε χειρουργική (αφαίρεση του επινεφριδίου) είτε φαρμακευτική (χορηγείται από το στόμα στοχευμένη φαρμακευτική αγωγή που εμποδίζει τη δράση της αλδοστερόνης). Η θεραπεία είναι αποτελεσματική τόσο στη ρύθμιση της πίεσης, όσο και στη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής ή νεφρικής βλάβης.

Το σύνδρομο Cushing

Η υπέρταση μπορεί επίσης να οφείλεται στο σύνδρομο Cushing. Η πάθηση αυτή είναι επακόλουθο της μακροχρόνιας έκθεσης του οργανισμού σε αυξημένες συγκεντρώσεις κορτιζόλης (υπερκορτιζολαιμία).

Η υπερκορτιζολαιμία προκαλείται συνήθως ιατρογενώς, δηλαδή από την εξωγενή χορήγηση κορτιζόνης για τη θεραπεία διάφορων νοσημάτων (π.χ. ρευματικά νοσήματα, άσθμα κ.λπ.). Σπανιότερα προκαλείται από την παθολογική παραγωγή κορτιζόλης από μόρφωμα στην υπόφυση του εγκεφάλου, το επινεφρίδιο ή αλλού στο σώμα.

Η υπερκορτιζολαιμία μπορεί να εκδηλωθεί με:

  • Αύξηση βάρους
  • Εκχυμώσεις
  • Πανσεληνοειδές πρόσωπο
  • Ύβο στη βάση του αυχένα
  • Ερυθρές ραβδώσεις δέρματος
  • Ακμή
  • Αύξηση της τρίχωσης στο πρόσωπο και το σώμα
  • Μυϊκή αδυναμία
  • Κατάθλιψη
  • Υπογονιμότητα

Διαταραχές του έμμηνου κύκλου και υπέρταση

Συνδυάζεται συχνά με αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, υπερλιπιδαιμία, οστεοπόρωση και θρομβώσεις.

Οι μη-θεραπευόμενοι πάσχοντες από σύνδρομο Cushing έχουν θνητότητα 3,8 έως 5 φορές μεγαλύτερη του φυσιολογικού πληθυσμού αντίστοιχης ηλικίας και φύλου, λόγω καρδιαγγειακών συμβαμάτων και λοιμώξεων.

Η διάγνωση του συνδρόμου Cushing είναι δύσκολη και πραγματοποιείται με ειδικές ενδοκρινολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις. Η θεραπεία του είναι ανάλογη της αιτιολογίας του. Όταν η υπερκορτιζολαιμία οφείλεται σε εξωτερική χορήγηση κορτιζόνης, γίνεται σταδιακή μείωση της δόσης της. Όταν όμως οφείλεται σε αδένωμα υπόφυσης γίνεται χειρουργική επέμβαση (διασφηνοειδική υποφυσιακή αδενωματεκτομή). Αντίστοιχα, γίνεται επινεφριδεκτομή όταν το αίτιο εντοπίζεται στο επινεφρίδιο.

Το σύνδρομο, όμως, είναι σπάνιο. Λόγω της σπανιότητάς του και των δυσκολιών στη διάγνωση και στη θεραπεία του, οι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίζονται σε οργανωμένα κέντρα από εξειδικευμένη ιατρική ομάδα.

Το φαιοχρωμοκύττωμα

Σε μερικές (λίγες) περιπτώσεις, η υπέρταση οφείλεται σε έναν σπάνιο, συνήθως καλοήθη όγκο των επινεφριδίων που λέγεται φαιοχρωμοκύττωμα. Αυτό ευθύνεται για λιγότερο από το 0,2% των περιστατικών υπέρτασης.

Το φαιοχρωμοκύττωμα εντοπίζεται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων. Παράγει αυξημένες ποσότητες κατεχολαμινών (αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη). Μπορεί, όμως, να είναι δυνητικά θανατηφόρο.

Τα περισσότερα φαιοχρωμοκυττώματα είναι σποραδικά. Ωστόσο το περίπου 40% είναι οικογενή (κληρονομούμενα). Τα συχνότερα συμπτώματα που προκαλούν είναι μόνιμη υπέρταση ή υπερτασικές κρίσεις που μπορεί να συνοδεύονται από:

  • Κεφαλαλγία
  • Εφίδρωση
  • Αίσθημα παλμών

Η διάγνωση γίνεται με ειδικές εξετάσεις (μέτρηση των μετανεφρινών στα ούρα ή το αίμα). Ο εντοπισμός του όγκου γίνεται με αξονική ή μαγνητική τομογραφία ή/καισπινθηρογράφημα επινεφριδίων. Η θεραπεία εκλογής είναι η επινεφριδεκτομή, μετά από κατάλληλη φαρμακευτική προετοιμασία του ασθενούς για την αποφυγή υπερτασικής κρίσης στο χειρουργείο.

Η μεγαλακρία

Μια άλλη σπάνια, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, ενδοκρινική αιτία που προκαλεί υπέρταση είναι η μεγαλακρία. Χαρακτηρίζεται από αυξημένη έκκριση αυξητικής ορμόνης (GH) από αδένωμα υπόφυσης. Η μεγαλακρία εκδηλώνεται με:

Αλλαγή στη μορφολογία του προσώπου (διαπλάτυνση της μύτης, αύξηση των οστών του κρανίου, μεγέθυνση της κάτω γνάθου, αραίωση των δοντιών)
Μεγέθυνση των άκρων και των σπλάχνων
Οι ασθενείς με μεγαλακρία εμφανίζουν υπέρταση σε ποσοστό έως 43%. Στους πιθανούς μηχανισμούς της υπέρτασης συμμετέχουν:

Η κατακράτηση ύδατος και νατρίου

Οι καρδιαγγειακές μεταβολές, με σημαντικότερες την υπερτροφία του μυοκαρδίου
Η θεραπεία είναι χειρουργική ή/και φαρμακευτική και έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην υπέρταση.

Υπερθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός

Υπέρταση μπορεί επίσης να προκληθεί από διαταραχές του θυρεοειδούς, δηλαδή όταν ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί (υπερθυρεοειδισμός) ή υπολειτουργεί (υποθυρεοειδισμός). Ο υπερθυρεοειδισμός είναι ένα συχνό αίτιο υπέρτασης. Προκαλεί εκδηλώσεις από το καρδιαγγειακό σύστημα όπως:

  • Αύξηση της καρδιακής παροχής
  • Αύξηση της έντασης του σφυγμού
  • Ταχυκαρδία ή αρρυθμία
  • Αντιθέτως, ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί:
  • Μειωμένη καρδιακή παροχή
  • Μειωμένη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου
  • Βραδυκαρδία
  • Περιφερικό οίδημα
  • Συλλογή περικαρδιακού υγρού
  • Αυξημένες περιφερικές αντιστάσεις, με συνέπεια αυξημένη διαστολική πίεση

Η διόρθωση τόσο του υπερθυρεοειδισμού όσο και του υποθυρεοειδισμού με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, συνοδεύεται μεταξύ άλλων και από μείωση της συστολικής ή/και της διαστολικής πίεσης.

Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός

Ενδοκρινική υπέρταση μπορεί να προκαλέσει και ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός, δηλαδή η υπερέκκριση ορμονών από τους παραθυρεοειδείς αδένες.

Οι αδένες αυτοί ελέγχουν τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στον οργανισμό. Όταν υπερλειτουργούν (υπερπαραθυρεοειδισμός) εκκρίνουν υπερβολική ποσότητα παραθορμόνης. Έτσι, αυξάνονται τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (υπερασβεστιαιμία).

Η υπερασβεστιαιμία προκαλεί αγγειοσύσπαση, υπέρταση και μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των νεφρών (π.χ. νεφρολιθίαση), αυξάνοντας περαιτέρω την αρτηριακή πίεση. Η θεραπεία είναι χειρουργική (παραθυρεοειδεκτομή). Σε περιπτώσεις όπου δεν είναι εφικτή η εγχείρηση, χορηγείται εξειδικευμένη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.

Σημαντική η διερεύνηση της αιτίας για την  υπέρταση

«Οι ασθενείς με ενδοκρινική υπέρταση συνήθως παρουσιάζουν αρτηριακή πίεση σημαντική και πολλές φορές ανθεκτική στη συνήθη αντιυπερτασική αγωγή», τονίζει η κυρία Παπαναστασίου. «Το επακόλουθο είναι βλάβη των οργάνων-στόχου, δηλαδή υπερτροφία του μυοκαρδίου, σκλήρυνση και αθηρωμάτωση των αγγείων».

Οι καταστάσεις αυτές οδηγούν, με την πάροδο του χρόνου, σε σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως:

  • Έμφραγμα του μυοκαρδίου
  • Νεφρική ανεπάρκεια
  • Βλάβες αμφιβληστροειδούς
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο
  • Αιφνίδιο θάνατο

Επομένως, «στην κλινική πράξη είναι απαραίτητη η διερεύνηση της αιτίας που προκαλεί την υπέρταση και η σωστή και εξειδικευμένη χειρουργική ή φαρμακευτική αντιμετώπισή της», καταλήγει η ειδικός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Σεξ: Πως βοηθάει στην υπέρταση