Ζάχαρη: Η μείωση της θα έσωζε εκατομμύρια ζωές

κουτάλι με ζάχαρη
21-09-2021

Η ζάχαρη είναι παντού στην διατροφή μας. Στα γλυκά, τα ροφήματα… ακόμα και το ψωμί. Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχεται αντιμέτωπο με την υπερκατανάλωση ζάχαρης. Κι αυτό γιατί κρύβεται σε έτοιμα φαγητά, χυμούς, σάλτσες ή ροφήματα τα οποία καταναλώνουμε καθημερινά.

Πρόσφατη έρευνα δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Circulation». Κι έδειξε ότι μία πολιτική η οποία θα βασίζεται στον περιορισμό της ποσότητας της ζάχαρης στα προϊόντα ενδέχεται να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των νοσημάτων τα οποία σχετίζονται με την υπερκατανάλωση της ζάχαρης. Θα συμβάλει επίσης στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη μείωση των κρατικών δαπανών.

Η Ρενάτα Μίχα είναι επικεφαλής της δημοσίευσης. Αναπληρώτρια καθηγήτρια Διατροφής του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και στο Πανεπιστήμιο Τufts στη Βοστώνη. Εκείνη εξηγεί τα συμπεράσματα της έρευνας.

Ζάχαρη: Μοντέλο για τις διατροφικές συνήθειες

Ίσως κάπως στερεοτυπικά, όταν αναφερόμαστε στις διατροφικές συνήθειες των Αμερικανών πολιτών φέρνουμε στον νου μας το πρόχειρο και πλούσιο σε λιπαρά φαγητό. Μάλιστα, συνοδευμένο από αναψυκτικά πλούσια σε ζάχαρη. Φυσικά δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τις συνήθειες ενός πληθυσμού με γενικεύσεις. Όμως, παραμένει γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού (42,4% για την περίοδο 2017-2018) πάσχει από παχυσαρκία. Την ίδια στιγμή, η παχυσαρκία συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών νοσημάτων. Ανάμεσα τους,  οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.

Το 2009 η Υπηρεσία Υγείας της Νέας Υόρκης προώθησε μία πρωτοβουλία. Στόχος, ο περιορισμός του αλατιού το οποίο περιέχεται στα φαγητά. Ένας μεγάλος αριθμός βιομηχανιών ανταποκρίθηκε συμβάλλοντας στη μείωση της περιεκτικότητας αλατιού στα φαγητά κατά 6,8%. Έτσι, η Υπηρεσία Υγείας αποφάσισε το 2018 να επεκτείνει την πρωτοβουλία και στη ζάχαρη. Μέχρι πρότινος ωστόσο, δεν υπήρχαν αναλυτικές εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της εν λόγω στρατηγικής στην υγεία των πολιτών. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η πρόσφατη έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα μοντέλο με το οποίο εκτίμησαν τα οφέλη που θα προκύψουν από μία ενδεχόμενη μείωση της περιεκτικότητας της ζάχαρης στα τρόφιμα και στα ποτά.

«Οι μελέτες μοντελοποίησης μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του ενήλικου πληθυσμού το οποίο προκύπτει από τα επίσημα δεδομένα, και ακολούθως να εκτιμήσουμε τον αντίκτυπο μιας παρέμβασης στις διατροφικές συνήθειες και στην υγεία του πληθυσμού» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Ρενάτα Μίχα, συμπληρώνοντας ότι «χρησιμοποιώντας τα μοντέλα αυτά μπορούμε να κάνουμε εκτιμήσεις για το μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα πρότυπα διατροφής, τους παράγοντες κινδύνου, τα μοτίβα των ασθενειών και τις μελλοντικές τους τάσεις».

Οφέλη στην υγεία και στην οικονομία αν μειώσουμε την ζάχαρη

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι περιορίζοντας κατά 20% τη ζάχαρη στα συσκευασμένα φαγητά και κατά 40% στα ροφήματα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα μπορούσαν να προλάβουν κατά τη διάρκεια της ζωής του ενήλικου πληθυσμού 2,48 εκατομμύρια περιστατικά καρδιαγγειακών νόσων, 490.000 θανάτους από καρδιαγγειακά επεισόδια και 750.000 περιπτώσεις διαβήτη. Παράλληλα, η εξοικονόμηση κρατικών πόρων θα μπορούσε να ανέλθει στα 136 δισεκατομμύρια ευρώ. «Αν και οι εκτιμήσεις για τα οφέλη στην υγεία και στην οικονομία είναι ήδη εντυπωσιακές, πιθανότατα είναι μετριοπαθείς, επειδή το μοντέλο μας συμπεριέλαβε τα οφέλη της μείωσης της ζάχαρης μόνο όσον αφορά καρδιαγγειακές παθήσεις και για τον διαβήτη» σημειώνει η ερευνήτρια σχολιάζοντας τα αποτελέσματα Η ίδια συμπληρώνει ότι «ενδεχομένως να υπάρχουν πρόσθετα οφέλη από τον περιορισμό της ζάχαρης, τα οποία να σχετίζονται με μείωση άλλων ασθενειών».

Μείωση κοινωνικών ανισοτήτων

Ένα ακόμη εντυπωσιακό αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι η μείωση της περιεκτικότητας των προϊόντων σε ζάχαρη θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να συμβάλει στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πώς μπορεί να συνδέεται η ζάχαρη με την κοινωνική διαστρωμάτωση; Η συσχέτιση αυτή μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού και οι πολίτες οι οποίοι δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στην εκπαίδευση τείνουν να καταναλώνουν τροφές με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη.

«Γνωρίζουμε ότι οι προσεγγίσεις που στοχεύουν στο ατομικό επίπεδο όπως η εκπαίδευση και η συμβουλευτική μπορούν να βοηθήσουν μερικούς ανθρώπους, όμως οι στρατηγικές οι οποίες αποβλέπουν σε επίπεδο πληθυσμού έχουν πιο εκτεταμένο αντίκτυπο και πιο ισότιμο αποτέλεσμα» σημειώνει η ερευνήτρια, συμπληρώνοντας ότι «αυτό υποστηρίζεται από τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, τα οποία υποδεικνύουν ότι τα μεγαλύτερα οφέλη τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και σε οικονομικό επίπεδο προέκυψαν από εθνοτικές ομάδες όπως οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι Αμερικανοί, από πολίτες με χαμηλότερα εισοδήματα και πολίτες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο». Η συγκεκριμένη έρευνα λοιπόν καταδεικνύει ότι αξιοποιώντας την πληθώρα δεδομένων που υπάρχουν πλέον, μπορούν να διαμορφωθούν πολιτικές για τη διατροφή οι οποίες θα είναι προσαρμοσμένες στα χαρακτηριστικά του εκάστοτε πληθυσμού και θα έχουν κοινωνικό αντίκτυπο σε πολλά επίπεδα. Από την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών απέναντι στην ασθένεια μέχρι την εξοικονόμηση κρατικών πόρων.

Εξαιρετικά χρήσιμο μοντέλο για την Ελλάδα

Στην παρούσα έρευνα οι επιστήμονες να επικεντρώθηκαν στις πολιτικές διατροφής οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στην Αμερική. Ωστόσο, το μοντέλο που χρησιμοποίησαν μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο για όποια χώρα μπορεί να διαθέσει τα απαραίτητα δεδομένα για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας έρευνας. «Το συγκεκριμένο μοντέλο, με τις απαραίτητες προσαρμογές και αφού ενσωματώσουμε επίσημα δεδομένα του εκάστοτε κράτους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες χώρες. Ανάμεσα τους και η Ελλάδα. Τέτοιου είδους μελέτες μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποιες στρατηγικές είναι πιο αποτελεσματικές για τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών και της υγείας. Ως εκ τούτου δίνουν στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων τα εργαλεία που χρειάζονται για να διαμορφώσουν ισχυρές πολιτικές διατροφής. Αλλά και να βελτιώσουν την υγεία του πληθυσμού» σημειώνει η ερευνήτρια Ρενάτα Μίχα.

Όπως επισημαίνει η ίδια, τέτοιου είδους μελέτες θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύτιμες για τη διαμόρφωση αντίστοιχων πολιτικών στην χώρα μας. «Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, τόσο η αποτελεσματικότητα (όσον αφορά τα καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία) όσο και η σχέση κόστους – αποτελεσματικότητας (δηλαδή το κόστος μιας στρατηγικής ως προς τα οφέλη για την υγεία) των πολιτικών υγείας για τη βελτίωση της διατροφής, δεν έχουν αξιολογηθεί στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι παράμετροι αυτές είναι κρίσιμες για τη θέσπιση προτεραιοτήτων. Προτεραιότητες που θα βασίζονται σε επαρκή τεκμηρίωση και την εφαρμογή τους».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Σεξ: Πώς η ζάχαρη καταστρέφει τις σεξουαλικές επιδόσεις