Κορωνοϊός: Αυτό είναι το σύμπτωμα που επιμένει για μήνες

γιατρός με ασθενείς που τους έχει μολύνει ο κορωνοϊός
25-09-2020

Ο κορωνοϊός μπορεί να αφήσει τα σημάδια του ακόμα και για μήνες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου ένας στους 20 ασθενείς με Covid-19 εμφανίζει μακροχρόνια συμπτώματα. Δεν είναι σαφές εάν μακροπρόθεσμα αυτό σημαίνει δύο μήνες ή τρεις ή και περισσότερο. Ποιο είναι όμως το σύμπτωμα που επιμένει περισσότερο από όλα;

Το σύμπτωμα που έχει ο κορωνοϊός και δεν φεύγει

Σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, μετά τη λοίμωξη από τον νέο κορονοϊό και ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της COVID-19, πάνω από τους μισούς ασθενείς ταλαιπωρούνται από χρόνια κόπωση.

«Η κόπωση είναι ένα συχνό σύμπτωμα σε όσους παρουσιάζουν συμπτωματική λοίμωξη COVID-19. Τα τρέχοντα στοιχεία για τη λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 έχουν χαρακτηριστεί επαρκώς. Όμως, οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της λοίμωξης παραμένουν ανεξερεύνητές», σχολιάζει ο υπεύθυνος της έρευνας Δρ. Liam Townsend από το Κολέγιο Trinity του Δουβλίνου.

Η μελέτη περιελάμβανε 128 συμμετέχοντες (μέσης ηλικίας 50 ετών, 54% γυναίκες). Αυτοί εγγράφηκαν περίπου 10 εβδομάδες μετά την κλινική ανάρρωσή τους από τη λοίμωξη, εκ των οποίων οι μισοί και παραπάνω ανέφεραν εμμένουσα κόπωση (52,3%, 67/128) εκείνη την περίοδο.

Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν μια ευρέως χρησιμοποιούμενη κλίμακα (CFQ-11) για να προσδιορίσουν την κόπωση στους ασθενείς που ανέρρωσαν. Εξέτασαν τόσο τη σοβαρότητα της αρχικής λοίμωξης (ανάγκη εισαγωγής στο νοσοκομείο και ΜΕΘ), όσο και τις προϋπάρχουσες παθήσεις. Μεταξύ τους και η κατάθλιψη. Εξέτασαν, επίσης, διάφορους δείκτες της ανοσολογικής άμυνας (λευκά αιμοσφαίρια, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, ιντερλευκίνη-6 και sCD25).

Τι έδειξε η έρευνα

Όπως προέκυψε από τα στοιχεία, δεν υπήρξε συσχετισμός ανάμεσα στη σοβαρότητα της COVID-19 (ανάγκη για εισαγωγή στο νοσοκομείο, αναπνευστική υποστήριξη ή εισαγωγή σε ΜΕΘ) και την μετέπειτα κόπωση, αλλά ούτε και μεταξύ των κλασικών εργαστηριακών δεικτών φλεγμονής, εναλλαγής κυττάρων (αριθμός ή αναλογία λευκών αιμοσφαιρίων, γαλακτική αφυδρογονάση, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη) ή προ-φλεγμονωδών μορίων (IL-6 ή sCD25) και της κόπωσης μετά τη νόσο.

Η κόπωση φάνηκε να επηρεάζει ακόμη περισσότερο τις γυναίκες και όσους είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη ή/και άγχος. Επίσης, παρότι οι γυναίκες αντιπροσώπευαν πάνω από τους μισούς ασθενείς στη μελέτη (54%), τα 2/3 αυτών με τη χρόνια κόπωση (67%) ήταν γυναίκες. Και ενώ μόνο ένα από τα 61 άτομα (1,6%) χωρίς κόπωση είχε ιστορικό άγχους ή κατάθλιψης, η αναλογία έφτασε στο 13,4% (9/67) σε αυτούς με τη χρόνια κόπωση.

«Τα ευρήματά μας δείχνουν σημαντική μετέπειτα κόπωση σε άτομα με προηγούμενη λοίμωξη από SARS-CoV-2. Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της αξιολόγησης αυτών που αναρρώνουν από COVID-19 με συμπτώματα έντονης κόπωσης, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της αρχικής ασθένειας. Υποστηρίζει, επίσης, τη χρήση μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων για τη διαχείριση της κόπωσης, οι οποίες θα πρέπει να είναι εξατομικευμένες ανάλογα με τις ανάγκες των ασθενών και ίσως περιλαμβάνουν τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής, γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και άσκηση, όπου και όσο είναι εφικτή».

Η έρευνα παρουσιάστηκε στο συνέδριο ESCMID (European Society of Clinical Microbiology and Infectious Diseases) για τη νόσο Covid-19.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κορωνοϊός: Πόση ώρα μετά είναι ασφαλές το ασανσέρ αν βήξει ασθενής